George Soros: Οι Ανοιχτές Κοινωνίες πρέπει να αμυνθούν


Οι ανοιχτές κοινωνίες βρίσκονται σε κρίση, ενώ διάφορες μορφές κλειστών κοινωνιών – από τις φασιστικές δικτατορίες έως τα κράτη όπου κυριαρχεί το οργανωμένο έγκλημα-  βρίσκονται σε άνοδο. Επειδή οι εκλεγμένοι ηγέτες απέτυχαν να ανταποκριθούν στις θεμιτές επιθυμίες και προσδοκίες των ψηφοφόρων, οι τελευταίοι έχουν απογοητευτεί με τις επικρατούσες εκδοχές της δημοκρατίας και του καπιταλισμού.

Νέα Υόρκη- Καιρό πριν εκλεγεί Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Donald Trump, έστειλα μια ευχετήρια κάρτα στους φίλους μου γράφοντας: «Αυτή τη φορά δεν είναι μια από τα ίδια. Σας εύχομαι ό,τι καλύτερο σε έναν ταραγμένο κόσμο». Αισθάνομαι τώρα πως πρέπει να μοιραστώ αυτές τις ευχές με όλο τον κόσμο. Πριν όμως το κάνω αυτό, πρέπει να σας πω ποιος είμαι και τι υποστηρίζω.

Είμαι ένας 86χρονος εβραίος ουγγρικής καταγωγής και έγινα πολίτης των ΗΠΑ μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έμαθα σε μικρή ηλικία πόσο σημαντικό είναι το κυρίαρχο πολιτικό καθεστώς. Η εμπειρία που διαμόρφωσε την πορεία της ζωής μου ήταν η κατάληψη της Ουγγαρίας από την Γερμανία του Χίτλερ το 1944. Εγώ κατά πάσα πιθανότητα θα είχα αφανιστεί αν δεν είχε καταλάβει ο πατέρας μου τη σοβαρότητα της κατάστασης. Εξασφάλισε πλαστές ταυτότητες για την οικογένειά του και για πολλούς άλλους Εβραίους, κι έτσι με τη βοήθειά του, οι περισσότεροι επέζησαν.

Το 1947, διέφυγα από την Ουγγαρία -η οποία τότε τελούσε υπό το κομμουνιστικό καθεστώς- και πήγα στην Αγγλία. Ως φοιτητής στο London School of Economics επηρεάστηκα από τα διδάγματα του φιλόσοφου Karl Popper και ανέπτυξα τη δική μου φιλοσοφία που οικοδομήθηκε πάνω στους δίδυμους πυλώνες της πιθανότητας λάθους και του στοχασμού.  Διέκρινα δύο είδη πολιτικών καθεστώτων: εκείνα στα οποία ο λαός εκλέγει τους ηγέτες του οι οποίοι στη συνέχεια οφείλουν να φροντίζουν για τα συμφέροντα του εκλογικού σώματος, και εκείνα όπου οι κυβερνώντες προσπαθούν να χειραγωγήσουν το λαό τους για να εξυπηρετούνται τα δικά τους συμφέροντα. Υπό την επιρροή του Popper, αποκάλεσα το πρώτο είδος της κοινωνίας ανοικτή, και το δεύτερο κλειστή.

Η ταξινόμηση είναι υπερβολικά απλοϊκή. Υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις και παραλλαγές στην Ιστορία-  από τα μοντέλα που λειτούργησαν εύρυθμα μέχρι τα κράτη που απέτυχαν- όπως και πολλά διαφορετικά επίπεδα διακυβέρνησης ανά περίπτωση.  Ακόμα κι έτσι όμως θεωρώ ότι η διάκριση μεταξύ των δύο τύπων καθεστώτος είναι χρήσιμη. Κι έγινα ενεργός υποστηρικτής του πρώτου και αντίπαλος του δεύτερου.

Θεωρώ την παρούσα ιστορική στιγμή πολύ επώδυνη. Οι ανοιχτές κοινωνίες βρίσκονται σε κρίση, ενώ διάφορες μορφές κλειστών κοινωνιών – από τις φασιστικές δικτατορίες μέχρι τα κράτη όπου δεσπόζει το οργανωμένο έγκλημα- βρίσκονται σε άνοδο. Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό; Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι οι εκλεγμένοι ηγέτες απέτυχαν να ανταποκριθούν στις δικαιολογημένες προσδοκίες και τις επιθυμίες των ψηφοφόρων και η αποτυχία αυτή έκανε τους ψηφοφόρους να απογοητευτούν από τις επικρατούσες εκδοχές της δημοκρατίας και του καπιταλισμού. Πολύ απλά, πολλοί άνθρωποι θεώρησαν ότι οι ελίτ είχαν κλέψει τη δημοκρατία τους.

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν ως η μοναδική εναπομείνασα υπερδύναμη, εξίσου δεσμευμένη στις αρχές της δημοκρατίας και των ελεύθερων αγορών. Η σημαντικότερη εξέλιξη από τότε υπήρξε η παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθοδηγούμενη από εκείνους που έλεγαν ότι η παγκοσμιοποίηση αυξάνει το συνολικό πλούτο.  Αν, εν τέλει, οι νικητές αποζημίωναν τους χαμένους, θα εξακολουθούσαν να έχουν αποθέματα.

Το επιχείρημα αυτό ήταν παραπλανητικό, διότι πολύ απλά αγνόησε το γεγονός ότι οι νικητές σπάνια, αν όχι ποτέ, αποζημιώνουν τους ηττημένους. Αλλά οι πιθανοί νικητές δαπάνησαν αρκετά χρήματα για την προώθηση του επιχειρήματος που τελικά επικράτησε. Ήταν μια νίκη για τους πιστούς της ανεμπόδιστης ιδιωτικής πρωτοβουλίας- οι λεγόμενοι “φονταμενταλιστές της αγοράς», όπως τους αποκαλώ εγώ. Επειδή τα οικονομικά κεφάλαια είναι απαραίτητο συστατικό της οικονομικής ανάπτυξης και λίγες είναι οι χώρες στον αναπτυσσόμενο κόσμο που θα μπορούσαν να παράγουν αρκετό κεφάλαιο μεμονωμένα, η παγκοσμιοποίηση εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά. Τα κεφάλαια μπορούσαν πλέον να μετακινούνται ελεύθερα και να αποφεύγουν τη φορολογία και τους κανονισμούς.

Η παγκοσμιοποίηση είχε εκτεταμένες οικονομικές και πολιτικές συνέπειες. Έχει επιφέρει κάποια οικονομική σύγκλιση μεταξύ φτωχών και πλούσιων χωρών, αλλά ταυτόχρονα αύξησε την ανισότητα τόσο μέσα στις φτωχές όσο και στις πλούσιες χώρες. Στον ανεπτυγμένο κόσμο, τα οφέλη αφορούν κυρίως τους ιδιοκτήτες μεγάλων χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων οι οποίοι εκπροσωπούν λιγότερο από το 1% του πληθυσμού. Η έλλειψη αναδιανεμητικών πολιτικών είναι η κύρια πηγή της δυσαρέσκειας που εκμεταλλεύονται οι αντίπαλοι της δημοκρατίας. Αλλά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν- ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

Ήμουν ένας θερμός υποστηρικτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την ίδρυσή της. Τη θεωρούσα ως την ενσάρκωση της ιδέας της ανοιχτής κοινωνίας: μια ένωση δημοκρατικών κρατών πρόθυμα να θυσιάσουν μέρος της κυριαρχίας τους για το κοινό καλό. Ξεκίνησε στις ως ένα τολμηρό πείραμα σε αυτό που ο Popper αποκαλούσε «σταδιακή κοινωνική μηχανική». Οι ηγέτες έθεσαν έναν εφικτό στόχο και ένα σταθερό χρονοδιάγραμμα και κινητοποίησαν την πολιτική βούληση που απαιτείται για την υλοποίηση, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι κάθε βήμα θα απαιτούσε ένα ακόμη βήμα μπροστά. Έτσι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα εξελίχθηκε στην Ε.Ε.

Στη συνέχεια, όμως κάτι πήγε πολύ στραβά. Μετά το κραχ του 2008, μια εθελούσια ένωση μεταξύ ίσων μετατράπηκε σε μια σχέση μεταξύ πιστωτών και οφειλετών, όπου οι οφειλέτες έχουν δυσκολίες στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους και οι πιστωτές καθορίζουν τους όρους που οι οφειλέτες πρέπει να υπακούσουν. Αυτή η σχέση δεν είναι ούτε εκούσια, ούτε ίση.

Η Γερμανία αναδείχθηκε ως η ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη αλλά απέτυχε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που οι επιτυχημένοι ηγέτες πρέπει να πληρούν, δηλαδή να στοχεύουν πέρα ​​από το στενό ατομικό συμφέρον τους και ως προς τα συμφέροντα των ανθρώπων που εξαρτώνται από αυτούς. Συγκρίνετε την συμπεριφορά των ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη συμπεριφορά της Γερμανίας μετά την κατάρρευση του 2008: οι ΗΠΑ έβαλαν σε εφαρμογή το Σχέδιο Μάρσαλ που οδήγησε στην ανάπτυξη της ΕΕ, ενώ η Γερμανία επέβαλε ένα πρόγραμμα λιτότητας που εξυπηρετεί το στενό ατομικό συμφέρον.

Πριν από την επανένωση της, η Γερμανία ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη της Ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης: ήταν πάντα πρόθυμοι να συνεισφέρουν κάτι παραπάνω για να ικανοποιήσουν όσους προέβαλαν αντίσταση. Θυμηθείτε τη συμβολή της Γερμανίας στην ικανοποίηση των απαιτήσεων της Margaret Thatcher για τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

Αλλά η επανένωση της Γερμανίας σε ισότιμη βάση αποδείχθηκε πολύ ακριβή. Όταν κατέρρευσε η Lehman Brothers, η Γερμανία δεν αισθάνθηκε αρκετά πλούσια για να αναλάβει οποιεσδήποτε πρόσθετες υποχρεώσεις. Όταν οι ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών δήλωσαν ότι κανένα άλλο συστημικά σημαντικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν επιτρεπόταν να αποτύχει, η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel, ερμηνεύοντας σωστά τις επιθυμίες του εκλογικού σώματος της, δήλωσε ότι κάθε κράτος- μέλος θα πρέπει να φροντίσει τους δικούς τους θεσμούς. Αυτή ήταν η αρχή μιας διαδικασίας αποσύνθεσης.

Μετά το κραχ του 2008, η ΕΕ και η ευρωζώνη έγιναν ολοένα και πιο δυσλειτουργικές. Οι επικρατούσες  συνθήκες απέχουν παρασάγγας από εκείνες που προβλέπονται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά η αλλαγή συνθήκης έγινε σταδιακά πιο δύσκολη, και τελικά αδύνατη, διότι δε μπορεί να επικυρωθεί. Η ευρωζώνη έγινε το θύμα μιας απαρχαιωμένης νομοθεσίας- οι πολυπόθητες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να θεσπιστούν μόνο εντοπίζοντας «παραθυράκια» μέσα σε αυτές. Έτσι λοιπόν οι θεσμοί έγιναν όλο και πιο πολύπλοκοι- και οι ψηφοφόροι αποξενωμένοι.

Η άνοδος των κινημάτων κατά της ΕΕ παρεμποδίζουν περαιτέρω τη λειτουργία των θεσμών. Και αυτές οι δυνάμεις της αποσύνθεσης έλαβαν ισχυρή ώθηση το 2016, πρώτα από το Brexit, στη συνέχεια από την εκλογή του Trump στις ΗΠΑ και στις 4 Δεκεμβρίου από την απόρριψη, με μεγάλη πλειοψηφία, των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων από τους Ιταλούς ψηφοφόρους.

Η δημοκρατία είναι τώρα σε κρίση. Ακόμα και οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου, ανέδειξαν για Πρόεδρο ένα απατεώνα και επίδοξο δικτάτορα. Παρά το γεγονός ότι ο Trump έχει υιοθετήσει μια πιο ήπια ρητορική από τότε που εξελέγη, ο ίδιος δεν έχει αλλάξει ούτε τη συμπεριφορά, ούτε τους συμβούλους του. Το υπουργικό του συμβούλιο αποτελείται από ανίκανους εξτρεμιστές και συνταξιούχους στρατηγούς.

Τι μας περιμένει;

Είμαι βέβαιος ότι η δημοκρατία θα αποδειχθεί ανθεκτική στις ΗΠΑ. Το Σύνταγμα, οι θεσμοί και τα ΜΜΕ είναι αρκετά ισχυρά ώστε να αντισταθούν στις υπερβολές της εκτελεστικής εξουσίας, εμποδίζοντας έτσι έναν επίδοξο δικτάτορα από το να εξελιχθεί σε έναν πραγματικό δικτάτορα.

Αλλά οι ΗΠΑ θα πρέπει να ασχοληθούν με τα εσωτερικά τους ζητήματα στο εγγύς μέλλον και  στοχευμένες μειονότητες να υποφέρουν. Οι ΗΠΑ δε θα είναι σε θέση να προστατεύσουν και να προωθήσουν τη δημοκρατία στον υπόλοιπο κόσμο. Αντίθετα, ο Trump θα έχει μεγαλύτερη ταύτιση με τους δικτάτορες. Αυτό θα επιτρέψει σε ορισμένους από αυτούς να βάλουν πόδι στις ΗΠΑ, και άλλοι να συνεχίσουν χωρίς παρεμβολές. Ο Trump θα προτιμά να κλείνει συμφωνίες αντί να υπερασπίζεται αρχές. Δυστυχώς, αυτό θα είναι λαοφιλές στον πυρήνα της εκλογικής του περιφέρειας.

Είμαι ιδιαίτερα ανήσυχος για την τύχη της ΕΕ, η οποία κινδυνεύει να καταλήξει υπό την επιρροή του Ρώσου Προέδρου Vladimir Putin, του οποίου η έννοια της κυβέρνησης είναι ασυμβίβαστη με εκείνη της ανοικτής κοινωνίας. Ο Putin δεν είναι ένας παθητικός αποδέκτης των πρόσφατων εξελίξεων: αντιθέτως, εργάστηκε σκληρά για να συμβούν.  Αναγνώρισε την αδυναμία του καθεστώς του: μπορεί να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους, αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει οικονομική ανάπτυξη. Ο ίδιος αισθάνθηκε να απειλείται από τις επαναστάσεις στη Γεωργία, την Ουκρανία και αλλού. Αρχικά προσπάθησε να ελέγξει τα social media. Στη συνέχεια, σε μια επιδέξια κίνηση, εκμεταλλεύτηκε το επιχειρηματικό μοντέλο των social media για τη διάδοση της παραπληροφόρησης και των φαλκιδεμένων ειδήσεων, αποπροσανατολίζοντας τους εκλογείς και αποσταθεροποιώντας τις δημοκρατίες. Έτσι βοήθησε τον Trump να εκλεγεί.

Το ίδιο είναι πιθανό να συμβεί στις ευρωπαϊκές εκλογικές αναμετρήσεις του 2017 στην Ολλανδία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Στη Γαλλία, οι δύο κορυφαίοι υποψήφιοι είναι κοντά στον Putin και είναι πρόθυμοι να τον υπηρετήσουν. Έτσι, όποιος κι αν επικρατήσει τελικά, η κυριαρχία του Putin στην  Ευρώπη θα είναι ένα τετελεσμένο γεγονός.

Ελπίζω ότι οι ηγέτες και οι πολίτες της Ευρώπης θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό θέτει σε κίνδυνο τον τρόπο ζωής τους και τις αξίες επί των οποίων εδράζεται η ΕΕ. Το πρόβλημα είναι ότι η μέθοδος που ο Putin έχει χρησιμοποιήσει για την αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση του σεβασμού στα γεγονότα και για μια ισορροπημένη αποτίμηση της πραγματικότητας.

Με την υστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης και την προσφυγική κρίση εκτός ελέγχου, η ΕΕ είναι στα πρόθυρα της διάσπασης και αναμένεται να υποβληθεί σε μια εμπειρία παρόμοια με εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εκείνοι που πιστεύουν ότι η ΕΕ πρέπει να σωθεί και να επαναπροσδιορισθεί,  πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να επιφέρουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα.

Δείτε το πρωτότυπο άρθρο, εδώ