Monica wants to be an engineer… δηλαδή «η Μόνικα θέλει να γίνει μηχανικός», έλεγε το φεμινιστικό τραγουδάκι που τραγουδούσαν οι Flying Pickets στα φοιτητικά μου χρόνια. Εκείνη η Μόνικα έγινε μηχανικός και ό,τι άλλο ήθελε να γίνει. Και στο μυαλό μου συμβολίζει την αιρετική άποψη ότι εκπαίδευση δεν είναι να γεμίζεις το μυαλό κάποιου με τυποποιημένες προκάτ γνώσεις, αλλά να του γεμίζεις την καρδιά με όνειρα για το πώς θα γίνει αυτό που εκείνος επιλέγει.
Πόσο ισχύουν τα παλιά ωραία μαθήματα σήμερα; Λειτουργεί ακόμη η εκπαίδευση ως μοχλός απελευθέρωσης; Μπορεί να το καταφέρει ακόμη και για όσους βρέθηκαν δίπλα μας σχεδόν κατά λάθος, για κορίτσια και αγόρια που ζουν σε μια ιδιότυπη φυλακή «συνεχούς μετάβασης» και πιθανής -αλλά αναβαλλόμενης- μετακίνησης; Για τους πρόσφυγες μερικοί θα έλεγαν ότι ο χρόνος είναι κενός. Βρίσκονται στη μέση – ούτε από εκεί που έφυγαν, ούτε εκεί που θέλουν να πάνε. Στον χώρο αναμονής, ο χρόνος δε ‘μετράει’. Είναι όμως έτσι;
Σήμερα τη Μόνικα τη λένε αλλιώς. Είναι η Ζαϊνάμπ, 17 χρονών από το Λίβανο. «Όνειρό μου είναι να ζήσω στην Ελλάδα και να ασχοληθώ επαγγελματικά με το γράψιμο, ως θεατρικός συγγραφέας», λέει με σιγουριά η Ζαϊνάμπ Αννάν κρατώντας το μπλε τετράδιο με τα κείμενά της. «Έχω γράψει και ένα ποίημα για τη μητέρα μου», συμπληρώνει. Αγαπά τη λογοτεχνία, την ποίηση, το γράψιμο και ό,τι έχει σχέση με τις καλές τέχνες. Στην Ελλάδα ζει 2 χρόνια μαζί με τη μητέρα της και το μικρό της αδερφό. Πηγαίνει στη Γ’ γυμνασίου στη Θεσσαλονίκη και τα αγαπημένα της μαθήματα είναι τα … Μαθηματικά, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά. Τα απογεύματα, μετά το σχολείο επισκέπτεται το Κέντρο Υποστήριξης Προσφύγων ή όπως έχουμε συνηθίσει να το λέμε πια όλοι στο SolidarityNow, το Blue Refugee Center, όπου παρακολουθεί μαθήματα ξένων γλωσσών.
Υπάρχουν πολλές Μόνικες και ακόμα περισσότερες Ζαϊνάμπ δίπλα μας. Από τη στροφή της χιλιετίας με τα μεταναστευτικά ρεύματα και από το 2015 με τις προσφυγικές ροές, τα σχολεία μας φιλοξενούν μεγάλο αριθμό αλλοδαπών µαθητών και μαθητριών. Δεν είναι «παροδικό φαινόμενο», ούτε «εγκλωβισμένοι» που περιστασιακά ανακόπτουν το ταξίδι τους για αλλού. Οι ίδιοι ολοένα και περισσότερο καταλαβαίνουν ότι το ‘εδώ και τώρα’ προκύπτει από το «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού».
Αλλά και εμείς – η δική μας κοινωνία – δεν κερδίζει βλέποντας αυτούς τους νέους σαν ταξιδιώτες που έχασαν το τρένο και περιμένουν σε άχαρη αίθουσα αναμονής με κενό πίνακα ανακοινώσεων. Στην πραγματικότητα, η προσφορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών είναι εντελώς άσχετη από το πού τελικά θα βρίσκονται αυτές οι νέες και αυτοί οι νέοι σε μερικά χρόνια. Αυτό που χρειάζονται, είτε μείνουν, είτε φύγουν, είναι δεξιότητες, αυτοπεποίθηση, όνειρα αλλά και στόχους. Η εκπαίδευση θα τους βοηθήσει να ενταχθούν όσο το δυνατόν πιο ομαλά στη νέα τους πραγματικότητα αλλά και θα τους δώσει τη δύναμη για να διεκδικήσουν αύριο μια αξιοπρεπή εργασία και μια ζωή όπως την ονειρεύτηκαν. Είτε εδώ, είτε αλλού.
Το ξέρουμε επειδή το μετρήσαμε και το παρακολουθούμε. Σε πρόσφατη έρευνα του SolidarityNow (σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης) φάνηκε ότι τα βασικότερα εμπόδια στην εύρεση εργασίας για τους νέους Σύρους πρόσφυγες είναι η έλλειψη γνώσης ελληνικών και η εγκατάλειψη των σπουδών λόγω πολέμου (το 46% του συνόλου). Έτσι, δεν είναι παράξενο που μόνο το 7% των νέων Σύρων απασχολείται αυτή τη στιγμή με πλήρες ωράριο στη χώρα μας, ενώ πάνω από τους μισούς εργάζονται χωρίς εισφορές.
Και επειδή το καταλαβαίνουμε, προσπαθούμε να το αλλάξουμε. Με τίτλο Education matters|Η Εκπαίδευση Μετράει, το SolidarityNow προσαρμόζει δράσεις στις πραγματικές ανάγκες, για να ενισχύσει τις δεξιότητες και να βρουν δουλειές. Το 2017 περισσότερα από 2.200 άτομα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη συμμετείχαν σε προγράμματα, κυρίως για να μάθουν ελληνικά και αγγλικά, ένας αριθμός που αυξάνεται το 2018. Στα Κέντρα Παιδικής & Οικογενειακής Φροντίδας | Blue Dots, που απευθύνονται σε παιδιά, γυναίκες και άλλες ευάλωτες ομάδες που ζουν σε κέντρα φιλοξενίας, βοηθάμε να ενταχθούν παιδιά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και σε άλλες δράσεις. Έτσι, πέρυσι, 160 παιδιά γράφτηκαν σε δημόσια σχολεία, 300 πήραν μέρος σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ενώ σχεδόν 4.400 παιδιά αξιοποίησαν άλλες υπηρεσίες του προγράμματος. Δεν είναι σύμπτωση ότι στην έρευνα, 4 στα 5 προσφυγόπουλα έχουν ήδη φίλο ένα Ελληνόπουλο στο σχολείο, τριπλάσιο και πλέον ποσοστό από τους γονείς τους.
Για αυτά τα παιδιά αυτός ο χρόνος μέτρησε – μέσω της εκπαίδευσης. Όπως μέτρησε για τις Μόνικες, μετρά για τις Ζαϊνάμπ και θα μετράει στο μέλλον. Άνθρωποι που δεν θα λένε ότι είχαν την ατυχία να βρεθούν σε έρημη γη, αλλά την τύχη να περάσουν κάποια χρόνια στην Ελλάδα.
* Η Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι Γενική Διευθύντρια της ΜΚΟ SolidarityNow