Η πρώτη Παγκόσμια Ανθρωπιστική Διάσκεψη Κορυφής του ΟΗΕ: αποτελέσματα, παραλήψεις, και μελλοντικοί στόχοι
της Αριάννας Τσολάκογλου, Διαχειρίστρια Τμήματος Προάσπισης Δικαιωμάτων του SolidarityNow
Δημοσιεύτηκε στην Huffington Post στις 30.05.2016
H πρόσφατη Παγκόσμια Ανθρωπιστική Διάσκεψη Κορυφής στην Κωνσταντινούπολη, η οποία διοργανώθηκε για πρώτη φορά και ήταν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ίσως μείνει στην ιστορία τελικά ως ένα εντυπωσιακό υλικοτεχνικό επίτευγμα: περίπου 9.000 άτομα εκπροσωπώντας 173 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των αρχηγών κρατών, εκπροσώπων των οργανισμών του ΟΗΕ, των ΜΚΟ, των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, του ιδιωτικού τομέα, της ακαδημαϊκής κοινότητας και των φιλανθρωπικών οργανώσεων, συναντήθηκαν για να συζητήσουν για το πώς μπορεί να βελτιωθεί η παροχή βοήθειας στους πληγέντες από διάφορες κρίσεις σε όλο τον κόσμο.
Σε αντίθεση με την COP, για παράδειγμα, η Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής δεν ήταν μια διακυβερνητική διαδικασία στην οποία οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να συμφωνήσουν πάνω σε ένα συγκεκριμένο κείμενο εκ των προτέρων. Αντ’ αυτού, είχε ως στόχο τη δημιουργία μιας σειράς από ιδέες από όλους τους φορείς που εμπλέκονται στην ανθρωπιστική βοήθεια. Αυτό αυτόματα σήμαινε ότι η Διάσκεψη θα ήταν κάπως χαοτική και αόριστη ως διαδικασία. Και σε μεγάλο βαθμό, ήταν. Ωστόσο, σήμαινε επίσης ότι σε πολλούς φορείς που δεν έχουν παραδοσιακά δύναμη, δόθηκε μια φωνή – η οποία και ακούστηκε. Σε κάθε περίπτωση, το ίδιο το γεγονός ότι η Διάσκεψη Κορυφής πραγματοποιήθηκε με αυτό το χαοτικό τρόπο και χωρίς στόχευση, ήταν από μόνο του μια σιωπηρή αναγνώριση μιας λογικής που έχει γίνει όλο και πιο δημοφιλής: ο ανθρωπιστικός τομέας είναι ένα «οικοσύστημα» και όχι κάθετο (top-down) σύστημα διοίκησης και ελέγχου και για το λόγο αυτό, απαιτείται μια ισχυρότερη στροφή προς τη συνεργασία μεταξύ όλων των φορέων που τον αποτελούν. Φέρνοντας αυτό το ευρύ φάσμα φορέων στο τραπέζι, η Διάσκεψη Κορυφής βοήθησε επίσης στο να θέσει τα ανθρωπιστικά ζητήματα υψηλότερα στην ατζέντα της πολιτικής, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας γενικότερα.
Τι συμφωνήθηκε
Το πιο απτό αποτέλεσμα της Διάσκεψης Κορυφής ήταν ότι οι κορυφαίες 30 χρηματοδοτικές οργανώσεις και υπηρεσίες παροχής βοήθειας υπέγραψαν το λεγόμενο «Grand Bargain» με σκοπό να καταστεί η βοήθεια προς τους ευάλωτους πληθυσμούς πιο αποτελεσματική, συμπεριλαμβανομένης της εναρμόνισης χρονοβόρων προτάσεων και εκθέσεων, της μείωση του κόστους, της δημιουργίας συλλογικών αξιολογήσεων των αναγκών, και της μείωσης χρηματοδότησης για συγκεκριμένα έργα. Επίσης, υποστηρίχθηκε από όλους η ανάγκη για στροφή προς μία μεγαλύτερη χρήση της μεταφοράς χρημάτων ως μέσο παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας, αλλά δεν αυτό δεν αποτυπώθηκε σε μία συλλογική συμφωνία.
Ο «εντοπισμός» της ανθρωπιστικής βοήθειας αποτέλεσε επίσης σημαντική συμφωνία, καθώς το «Grand Bargain» επιβεβαίωσε ότι θα διαθέσει το 25% της ανθρωπιστικής χρηματοδότησης με έναν πιο άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο σε τοπικές και εθνικές υπηρεσίες. Η σύνοδος κορυφής σηματοδότησε επίσης την έναρξη του NEAR, ενός δικτύου με στόχο να «αναμορφώσει την μέχρι τώρα κάθετη (top-down) ανθρωπιστική βοήθεια και την ανάπτυξη του συστήματος σε ένα που είναι πιο τοπικά-κατευθυνόμενο και το οποίο είναι χτισμένο γύρω από δίκαιες, αξιοπρεπείς και υπεύθυνες συνεργασίες». 27 διεθνείς ΜΚΟ υπέγραψαν επίσης το νέο Charter4Change, δεσμευόμενες να διαθέσουν το 20% της χρηματοδότησής τους σε εθνικές ΜΚΟ μέχρι το 2018.
Μεταξύ άλλων, στη Διάσκεψη Κορυφής συμφωνήθηκε και τονίστηκε επίσης η ανάγκη για πιο καινοτόμες προσεγγίσεις στη χρηματοδότηση. Αρκετές πρωτοβουλίες εξαγγέλθηκαν, συμπεριλαμβανομένης μίας, σύμφωνα με την οποία ιδιώτες επενδυτές θα κάνουν μια αρχική επένδυση σε πρόγραμμα ανθρωπιστικής ανταπόκρισης, το οποίο έπειτα θα τους επιστραφεί με κέρδος από τους παραδοσιακούς δωρητές (αλλά μόνο εφόσον έχουν επιτευχθεί ορισμένοι στόχοι), ένα αυτόνομο, παγκόσμιο ισλαμικό ταμείο χρηματοδότησης για ανθρωπιστικές ανάγκες, καθώς και μια ιδιωτική πρωτοβουλία για την αύξηση της χρηματοδότησης στις πιο ευάλωτες χώρες (risk financing).
Τέλος, συμφωνήθηκε ότι o ανθρωπιστικός τομέας πρέπει να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τις ένοπλες συγκρούσεις και να πάψει να ασχολείται αποκλειστικά με τις φυσικές καταστροφές, καθώς οι παρατεταμένες συγκρούσεις θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο των ανθρωπιστικών παρεμβάσεων.
Τι δεν συμφωνήθηκε (και θα έπρεπε)
Ίσως η μεγαλύτερη απογοήτευση της Διάσκεψης Κορυφής της οποίας πρωταρχικός στόχος ήταν η εξεύρεση τρόπων για την πρόληψη και τη λήξη των συγκρούσεων, ήταν η ηχηρή απουσία ισχυρών αρχηγών κρατών, ιδιαίτερα των 5 μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Εκτός από αυτή την -αδικαιολόγητη- απουσία, μεγάλη εντύπωση προκάλεσε και το ότι δεν επιτεύχθηκε μια καλύτερη συμφωνία για τους μετακινούμενους πληθυσμούς και τις χώρες υποδοχής. Πριν από τη Διάσκεψη Κορυφής, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών είχε προτείνει μια πιο δίκαιη προσέγγιση ώστε το βάρος των μετακινούμενων πληθυσμών να το επιμεριστούν όλες οι χώρες υποδοχής, και μια μείωση της εσωτερικής εκτόπισης κατά 50% μέχρι το 2030. Προς μεγάλη απογοήτευση μας, οι συμμετέχοντες στη Διάσκεψη Κορυφής το μόνο που κατάφεραν να συμφωνήσουν ήταν η ανάγκη να ακολουθήσουν μια νέα προσέγγιση για την ανταπόκριση στις ανάγκες αυτών των ευάλωτων πληθυσμών, χωρίς όμως να καταλήξουν σε κάτι πιο συγκεκριμένο και ουσιαστικό.
Ως «μεγάλοι χαμένοι» της Διάσκεψης μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι οι νέοι φορείς που βρίσκονται στο επίκεντρο της παγκόσμιας ανθρωπιστικής κρίσης – δηλαδή οι εθελοντές και οι ad hoc οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που έχουν βρεθεί στο προσκήνιο το τελευταίο έτος περίπου, ιδίως στη χώρα μας, λόγω της εισροής των μετακινούμενων πληθυσμών στην Ευρώπη. Ζητήματα όπως ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιούν το ανθρωπιστικό έργο τους αυτές οι ομάδες, που συχνά δεν έχουν ανθρωπιστικό υπόβαθρο ή την κατάλληλη κατάρτιση, παραλήφθηκαν από τη Διάσκεψη. Αν και τα κράτη έχουν υιοθετήσει στο παρελθόν ένα ψήφισμα για την καλύτερη προστασία των εθελοντών, άλλα θέματα όπως για παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο οι εθελοντές και η κοινωνία των πολιτών μοιράζονται πληροφορίες με επαγγελματίες του κλάδου, παρακάμφθηκαν. Αυτή η ατυχής παράλειψη καταδεικνύει ότι τελικά οι επαγγελματικές ανθρωπιστικές οργανώσεις που βρίσκονται χρόνια στο χώρο, ήταν αυτές που βρέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής.
Οι ιδιωτικές και συλλογικές δεσμεύσεις της Διάσκεψης Κορυφής αναμένεται να συγκεντρωθούν σε μια δέσμη δράσεων που ο ΟΗΕ αποκαλεί «Δεσμεύσεις για την πλατφόρμα δράσης». Αλλά πώς αυτό ακριβώς θα συμβεί δεν έχει καταστεί σαφές. Ο ΟΗΕ σχεδιάζει να «επανεξετάσει» τις δεσμεύσεις με τους συμμετέχοντες της Διάσκεψης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, πριν ο Γενικός Γραμματέας παρουσιάσει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το Σεπτέμβριο, μια έκθεση με προτάσεις για τα κράτη-μέλη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραλειφθεί η εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων από όλους τους φορείς που συμμετείχαν στη Διάσκεψη Κορυφής. Στην πραγματικότητα, πολλοί από τους συμμετέχοντες φορείς εξέφρασαν ότι δε γνωρίζουν πως ακριβώς θα εφαρμόσουν πρακτικά κάποιες από τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν. Και τι είναι πιο σοβαρό από αυτό;
Το μόνο σίγουρο για την πρώτη Παγκόσμια Ανθρωπιστική Διάσκεψη Κορυφής είναι ότι δεν τελείωσε. Είναι μια συνεχής διαδικασία, η οποία δεν συμπεριλαμβάνει μόνο προτάσεις για διαρθρωτικές αλλαγές στην ανθρωπιστική παρέμβαση, αλλά περιλαμβάνει και τη λήψη συγκεκριμένων ενεργειών για την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών των κρίσεων σε πολιτικό επίπεδο, καθώς και για τις πολιτικές αποφάσεις που επιτρέπουν το ξέσπασμα συγκρούσεων.
Το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε μια παγκόσμια συνάντηση που στηρίχθηκε ουσιαστικά σε μια απλή επιβεβαίωση της δέσμευσης για την ανθρωπότητα, είναι από μόνο του ένα σημαντικό επίτευγμα. Και εκτός αυτού, δε θα μπορούσε ποτέ μια μόνο Διάσκεψη Κορυφής να αλλάξει τα δεδομένα σχετικά με την παγκόσμια ανθρωπιστική κρίση. Παρόλα αυτά, αποτέλεσε ένα ορόσημο, με την έννοια του ότι αναγνώρισε επίσημα ότι οι παρατεταμένες συγκρούσεις είναι η νέα πραγματικότητα για όλους, το νέο «φυσιολογικό», αναγνωρίζοντας έτσι την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των αναγκών σε αυτό το «νέο φυσιολογικό», καθώς και την ποικιλομορφία της ανταπόκρισης που απαιτείται για την αντιμετώπισή τους.
Κοιτώντας μπροστά, η πιο ουσιαστική πρόκληση που διακρίνεται στο βάθος είναι το πώς θα διατηρηθεί η δυναμική της Διάσκεψης Κορυφής μακροπρόθεσμα, και πως θα μετατραπούν όλες οι υποσχέσεις και οι δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν σε ουσιαστικές – και μετρήσιμες – ανθρωπιστικές δράσεις στο πεδίο.