ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Η απειλή της έξωσης και ο γολγοθάς της ένταξης


από τον Γιάννη Παπαδόπουλο

Τον Οκτώβριο του 2017, αφού έφτασε με ένα μικρό φουσκωτό στα παράλια της Χίου, η πολύτεκνη οικογένεια του Σύρου Χουσάμ Αλθάλτζα πέρασε τις πρώτες πέντε νύχτες στο νησί κάτω από ένα δένδρο. Δεν βρέθηκε άμεσα κοντέινερ ή αντίσκηνο που θα μπορούσε να τους χωρέσει. Μετά τη μεταφορά τους στην Αθήνα, φιλοξενούνται σε διαμέρισμα 65 τετραγωνικών στο Χαλάνδρι. Ως αναγνωρισμένοι πρόσφυγες θα έπρεπε από την 1η Ιουνίου να το εγκαταλείψουν για να πορευθούν πλέον στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Δυόμισι χρόνια μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, όμως, αυτό μοιάζει ακόμη αδύνατο.

«Ανησυχούσα ότι θα έρθουν να μας πετάξουν έξω, φοβόμουν ότι θα καταλήγαμε στον δρόμο», λέει στην «Κ» ο Αλθάλτζα. «Ηταν άθλος που φύγαμε από τον πόλεμο και φτάσαμε μέχρι εδώ για να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή. Συναντήσαμε όμως πολλές δυσκολίες στην πορεία, δεν υπάρχουν πολλές ευκαιρίες».

Το διαμέρισμα της οκταμελούς οικογένειας, ένα λιτό δυάρι με μωσαϊκό στο πάτωμα και γυμνούς τοίχους, παρέχεται από το κοινοτικής χρηματοδότησης πρόγραμμα «ESTIA», το οποίο καλύπτει τη στέγαση αιτούντων άσυλο. Από τις αρχές του μήνα, βάσει σχετικής απόφασης του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες που εξακολουθούν να διαμένουν σε αυτά τα καταλύματα θα πρέπει να αποχωρήσουν για να μπουν άλλοι στις θέσεις τους. Η έξοδος 11.237 ατόμων από τα συγκεκριμένα διαμερίσματα καθώς και από κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης και άλλες δομές φιλοξενίας της ηπειρωτικής Ελλάδας επρόκειτο να γίνει νωρίτερα, έλαβε όμως παράταση λόγω της πανδημίας του νέου κορωνοϊού.

Η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες εξέφρασε την ανησυχία της για αυτή την εξέλιξη. Ανέφερε σε ανακοίνωσή της ότι «χωρίς το απαραίτητο δίχτυ ασφαλείας, ή μέτρα για να εξασφαλιστεί η αυτάρκειά τους, πολλοί πρόσφυγες μπορεί να καταλήξουν στην αστεγία». Η ιστορία τής οκταμελούς οικογένειας στο Χαλάνδρι αναδεικνύει αυτούς τους κινδύνους και δείχνει πόσο μακρά και σύνθετη μπορεί να είναι η διαδικασία ένταξης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία.

Η νέα αρχή

Ο Αλθάλτζα εργαζόταν ως υπάλληλος φαρμακαποθήκης κοντά στην πόλη Ιντλίμπ της Συρίας και η σύζυγός του, Ιμάν, ήταν νηπιαγωγός. Εγκατέλειψαν τη χώρα όταν ο πόλεμος έφτασε στην πόρτα τους. «Ενας αδελφός μου σκοτώθηκε σε βομβαρδισμό. Είδα το σπίτι μου να γίνεται συντρίμμια. Εβγαλα με τα χέρια μου μια κόρη μου από τα χαλάσματα. Για πολύ καιρό είχε ψυχολογικό πρόβλημα», λέει ο 34χρονος πατέρας της οικογένειας.

Ενα χρόνο μετά την άφιξή τους στη Χίο, τον Δεκέμβριο του 2018, έλαβαν άσυλο στην Ελλάδα. Ο Αλθάλτζα γνώριζε ότι η διαμονή τους στο διαμέρισμα του Χαλανδρίου, καθώς και το μηνιαίο επίδομα των 500 ευρώ μέσω του προγράμματος «ESTIA», θα είχαν ημερομηνία λήξης. Υποστηρίζει ότι δεν επαναπαύθηκε σε αυτές τις παροχές. Προσπάθησε μόνος του να μάθει ελληνικά και σήμερα καταλαβαίνει αρκετές λέξεις, αλλά δυσκολεύεται ακόμη στην ομιλία. Με τη βοήθεια φίλων και γειτόνων βρήκε σκόρπια μεροκάματα σε κηπουρικές εργασίες, σε μετακομίσεις σπιτιών και ως ελαιοχρωματιστής. Τίποτε σταθερό, όμως, και πάντοτε χωρίς ένσημα.

«Από την πρώτη στιγμή έψαχνε να δει τι μπορεί να κάνει. Ελεγε ότι ήρθε στην Ελλάδα για να μείνει», λέει στην «Κ» η ψυχολόγος Ιωάννα Μαστρογεωργάκη από τη μη κυβερνητική οργάνωση «Solidarity Now», η οποία υποστηρίζει την οικογένεια στο πλαίσιο του προγράμματος «ESTIA». Οπως εξηγεί η Ιωάννα Λαγουμιντζή, συντονίστρια της Κοινωνικής Υπηρεσίας στην ίδια οργάνωση, το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν προβλέπει ενταξιακές δραστηριότητες, όπως την εκμάθηση ελληνικών καθώς παρέχεται σε αιτούντες άσυλο. Δεν είναι σίγουρο εάν αυτοί οι άνθρωποι θα αναγνωριστούν ως πρόσφυγες και εάν θα παραμείνουν στη χώρα. Μέχρι την τελική κρίση του αιτήματός τους, όμως, μπορεί να μεσολαβήσουν μήνες ή χρόνια.

Μάταιη αναζήτηση

Στο διαμέρισμα του Χαλανδρίου πριν από τους Αλθάλτζα είχαν φιλοξενηθεί άλλες δύο οικογένειες. Η πρώτη πρόλαβε να ενταχθεί στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης (όσο αυτό ήταν σε ισχύ) και μεταφέρθηκε σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η δεύτερη αποχώρησε μόνη της από το διαμέρισμα και κατάφερε να συνεχίσει το ταξίδι της με τελικό σταθμό τη Γερμανία. Σύμφωνα με το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, όποιος ωφελούμενος αναγνωριζόταν ως πρόσφυγας στην Ελλάδα μπορούσε να λαμβάνει τις παροχές του «ESTIA» για ένα επιπλέον εξάμηνο. Σε αυτό το διάστημα θα μπορούσε να προετοιμαστεί για τα επόμενα, πιο αυτόνομα βήματά του στην κοινωνία. Με τις νέες ρυθμίσεις, όμως, αυτό το μεταβατικό στάδιο μειώθηκε στις 30 ημέρες.

Η προτεινόμενη διέξοδος για όσους βρίσκονται στη θέση της οκταμελούς οικογένειας των Σύρων είναι η εγγραφή στο πρόγραμμα «HELIOS», το οποίο εκπονείται από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης. Οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες μπορούν να ενταχθούν σε αυτό, να λάβουν επιδότηση ενοικίου για έξι έως 12 μήνες και να παρακολουθήσουν μαθήματα ελληνικών. Πρέπει όμως να έχουν ήδη βρει το διαμέρισμα που θα μισθώσουν και να έχουν συμφωνήσει με τον ιδιοκτήτη. Ισως χρειαστεί να καταβάλουν και προκαταβολή μέχρι να πιστωθούν τα χρήματα.

«Είχα ψάξει για σπίτια. Εχω ενημερώσει τους γείτονες, τις δασκάλες στο σχολείο των παιδιών μου, αναζήτησα και μεσιτικά γραφεία. Μίλησα και με δύο ιδιοκτήτριες αλλά δεν θέλησαν να νοικιάσουν τα διαμερίσματά τους σε πρόσφυγες», λέει ο Αλθάλτζα. Η μεγάλη του κόρη, Ριμάς, πάσχει από χρόνια μεταβολική νόσο και χρειάζεται τακτικές επισκέψεις για εξετάσεις ή νοσηλεία σε παιδιατρικό νοσοκομείο. Στο δημοτικό σχολείο όπου φοιτά δέχεται παράλληλη στήριξη. Ο πατέρας της πρότεινε να νοικιάσει και το διαμέρισμα όπου ήδη μένουν, για να μην αλλάξει ριζικά η ζωή της οικογένειας, αλλά όπως λέει το γεγονός ότι δεν έχει σταθερή δουλειά λειτούργησε αποτρεπτικά.

«Σίγουρα υπάρχει κόσμος μεταξύ των προσφύγων που είναι αρνητικός, δεν θέλει να μάθει τη γλώσσα, δεν θέλει να προχωρήσει», λέει ο Αλθάλτζα. «Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι που προσπαθούν. Δεν γίνεται να έχουν όλοι την ίδια κατάληξη». Περισσότερα από 200 άτομα στην Αθήνα τα οποία υποστηρίζει η οργάνωση «Solidarity Now» μέσω του «ESTIA», θα πρέπει να αποχωρήσουν από τα διαμερίσματά τους. Οπως αναφέρουν, πάντως, από την οργάνωση, εφόσον δεν έχει προετοιμαστεί κάποιο επόμενο βήμα αυτοί οι άνθρωποι δεν πρόκειται να οδηγηθούν στον δρόμο.

Ο Αλθάλτζα λέει ότι χρειάζεται λίγο καιρό ακόμη για να συνεχίσει την αναζήτηση νέας στέγης. «Το διάστημα της καραντίνας, επί δύο μήνες, δεν μπορούσα να κάνω το παραμικρό», λέει. «Μπορεί να έδωσαν παράταση στις εξώσεις, αλλά ήμασταν όλοι κλειδωμένοι μέσα. Ηταν σα να μείναμε στάσιμοι στο ίδιο σημείο».

Δείτε το άρθρο, εδώ