Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο γεγονός που να ζωντανεύει στιγμιαία την Αθήνα τόσο, όσο ο Μαραθώνιος. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, που η σκιά μιας πολλαπλής και αδιάλειπτης κρίσης βαραίνει πάνω μας και η πόλη μετατρέπεται σε πένθιμο κάδρο μιας ανέμπνευστης καθημερινότητας, ο Μαραθώνιος είναι μια αφορμή για φασαρία και αναστάτωση. Κάτι σαν ξυπνητήρι.
Είναι βέβαια και πολλά παραπάνω από αυτό. Μια ιστορία 120 ετών –τόσα συμπληρώθηκαν χθες– γεμάτη πόνο και συγκινήσεις, γέλια και λυγμούς, πτώσεις και θριάμβους. Η ιστορία της ζωής μας. Βαθιά μοναχική και επίπονη και τόσο άμεσα εξαρτώμενη από τον Άλλον, από το βλέμμα, το άγγιγμα και τη φωνή πολλών άλλων, οικείων και αγνώστων που σπρώχνουν το μυαλό ως τη γραμμή τερματισμού, όταν το σώμα καταρρέει και ο ορίζοντας θαμπώνει.
Η Αθήνα τρέχει. Αν μας άφησε ένα θετικό κουσούρι η κρίση, είναι η ανάγκη που νιώθουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι να αποφορτιστούν ψυχολογικά και να επανοικειοποιηθούν το σώμα τους και τον δημόσιο χώρο. Ο Μαραθώνιος της Αθήνας πριν από μία δεκαετία ήταν ένα αφανές και παραγκωνισμένο γεγονός, που αφορούσε μόνο τους επαγγελματίες δρομείς και κάποιους λίγους ερασιτέχνες και προκαλούσε εκνευρισμό σε όλους τους υπόλοιπους για το ασυνήθιστο κυριακάτικο μποτιλιάρισμα. Μόλις 1.779 δρομείς έτρεξαν στο Μαραθώνιο του 2002. Χθες έτρεξαν 50.000 άνθρωποι από 105 χώρες στην κλασική διαδρομή και τις παράλληλες δράσεις των 5 και 10 χιλιομέτρων, των 1.200 μέτρων για παιδιά και των Special Olympics. Πολλοί περισσότεροι στήθηκαν στα πεζοδρόμια παράπλευρα της διαδρομής για να τους στηρίξουν. Ακόμα και ο ήλιος τους έκανε το χατίρι, έσπασε χθες για λίγο τη χειμωνιάτικη μουντάδα και απλώθηκε αστραφτερά πάνω από την πρωτεύουσα. Από τον Μαραθώνα μέχρι το Καλλιμάρμαρο, κάθε τετραγωνικό αυτής της πόλης έγινε μια μικρή εστία αλληλεγγύης με εμψυχωτικά νεύματα και επευφημίες που ξυπνούσαν τις κρυσταλλωμένες από την κούραση σκέψεις. Δεν είναι εύκολο πράγμα τα 42,195 χιλιόμετρα.
«Ακούς τους χτύπους της καρδιάς, νιώθεις κάθε ίνα του κορμιού σου, το μυαλό σου σε κλάσματα δευτερολέπτου διαχειρίζεται το σώμα σου, είσαι μόνος εσύ και οι δυνάμεις σου. Εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος, να ζήσεις την περιπέτεια, να γεμίσεις γνώσεις… Μονολογείς, οι σφυγμοί σου έχουν φτάσει στα κόκκινα, η ανάσα δυνατή, οι χτύποι της καρδιάς έχουν μεταφερθεί στο κεφάλι… Λίγα μέτρα ακόμη, φτερά στα πόδια δίνουν οι επευφημίες, θα αντέξεις, σου φαίνεται απίστευτο, τα κατάφερες, έφτασες… Δεν μπόρεσα να κάνω αυτό το ταξίδι, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Δεν έβαλα το σώμα, τη ψυχή, το πνεύμα στην αφετηρία. Όμως κάθε χρόνο κάνω αυτό το ταξίδι μέσα από τους χιλιάδες δρομείς που παρακολουθώ στη διαδρομή. Η προσπάθεια, η κούραση, η ικανοποίηση, ο ιδρώτας, το μάτωμα με κυριεύουν βλέποντάς τους», περιγράφει ο υπεύθυνος τύπου του ΣΕΓΑΣ και του Αυθεντικού Μαραθωνίου, Μπάμπης Ζανιάς.
Γιατί ο Μαραθώνιος, από όλες τις κορυφαίες αθλητικές διοργανώσεις, κρατάει κάτι από τη μαγεία και τον συμβολισμό του. Ξεφεύγει από το αρχετυπικό καλούπι του καλογυμνασμένου, νεαρού και επαγγελματικού σώματος της αθλητικής βιομηχανίας και γίνεται υπόθεση των απλών ανθρώπων. Κατεβαίνουν σε αυτήν την κούρσα με όλη την αντιφατικότητα της ύπαρξής τους, με τα σκαμπανεβάσματα και τις υπερβάσεις που διέπουν τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Είναι ένα πολύχρωμο ποτάμι ανθρώπων κάθε ηλικίας, φύλου, έθνους, φυλής, που δεν ανταγωνίζονται. Συμμετέχουν. Μια φευγαλέα ίσως και μικροσκοπική αποτύπωση του φιλειρηνικού οράματος του ανθρώπου στην μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένος ο Μαραθώνιος της Αθήνας, του Γρηγόρη Λαμπράκη. Εδώ, τα ρεκόρ και οι χρόνοι έχουν ελάχιστη σημασία. Σημασία έχει να μπεις στο Παναθηναϊκό Στάδιο, περπατώντας, κουτσαίνοντας, αναστενάζοντας, με τον δικό σου χρόνο και τρόπο. Απλά να μπεις και να πεις την ιστορία σου. Το inside story παρακολούθησε και σας παρουσιάζει τέσσερις τέτοιες ξεχωριστές ιστορίες ανθρώπων που έτρεξαν στις διαδρομές του Αυθεντικού Μαραθωνίου, κουβαλώντας μαζί τους δυνατά μηνύματα και ισχυρές αξίες.
Βρήκα τον Αλέξανδρο στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου λίγες μέρες πριν τον αγώνα. Φορούσε το χαρακτηριστικό κόκκινο γιλέκο της «Σχεδίας»Η ιστοσελίδα του περιοδικού και πούλαγε το περιοδικό στους περαστικούς. Τα τελευταία τρία χρόνια το περιοδικό έγινε γι’ αυτόν ένα ανέλπιστο εργαλείο βιοπορισμού. «Βγάζουμε ένα εισόδημα με αξιοπρέπεια. Δεν κάνουμε ελεημοσύνη», μου λέει. Η ζωή του Αλέξανδρου ακολούθησε την ιλιγγιώδη πτωτική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Δούλευε 16 χρόνια στη ΦΑΓΕ, απολύθηκε, έμεινε άνεργη και η σύντροφός του, χώρισαν και βρέθηκε στον αέρα. Για ένα διάστημα φιλοξενήθηκε στο σπίτι της αδερφής του. Μέσω της «Σχεδίας» κατάφερε να νοικιάσει ένα διαμέρισμα και να αποκτήσει ξανά την ασφάλεια ενός σπιτιού και την ανακούφιση του προσωπικού χώρου.
Πέρυσι, σε ηλικία 45 ετών, έτρεξε τον πρώτο του Μαραθώνιο. Όταν τερμάτισε υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δεν θα το ξανακάνει. Μετά από δύο μήνες, όταν άνοιξαν οι εγγραφές, δήλωσε συμμετοχή ξανά. «Κατά τη διάρκεια του αγώνα έβαζα μικρούς στόχους, έλεγα μέχρι το επόμενο φανάρι. Μετά το 20ο χιλιόμετρο πονούσα, σκεφτόμουν να τα παρατήσω. Είδα την αδερφή μου και τα πιτσιρίκια στη διαδρομή και είπα μέσα μου ότι θα τερματίσω ακόμα και έρποντας. Το 41ο χιλιόμετρο δεν πέρναγε με τίποτα, ένιωθα σαν να έκανα άλλον έναν Μαραθώνιο, είχα την αγωνία του τερματισμού. Όταν τερμάτισα όμως ένιωσα αληθινά δυνατός. Τη Δευτέρα ήμουν κομμάτια, πονούσα παντού, λες και με είχαν τσιμεντώσει», διηγείται.
Όταν τελείωνε τη δουλειά, πήγαινε σπίτι, έκανε ένα μπάνιο κι έβγαινε για τρέξιμο. «Την τελευταία εβδομάδα έχω ελαττώσει και το τσιγάρο στο πλαίσιο της προετοιμασίας. Το Σάββατο δεν θα καπνίσω καθόλου», μου είπε.
Την Κυριακή τον πέτυχα στο ύψος του Προεδρικού Μεγάρου, ήταν εξουθενωμένος, πήγαινε περπατώντας αλλά μόλις άκουσε τις φωνές του κόσμου άρχισε πάλι να τρέχει. Όταν μπήκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο το ρολόι έγραφε εφτά ώρες. Έχω τη αίσθηση ότι το τελευταίο λεπτό αυτών των επτά ωρών ο Αλέξανδρος άγγιξε μια κοσμική διάσταση της αιωνιότητας, την στιγμή που πήρε το μετάλλιο, το φίλησε και απομακρύνθηκε ξαλαφρωμένος. «Είναι εμπειρία ζωής ο Μαραθώνιος, μετράς τον εαυτό σου. Εγώ υπήρχαν μέρες που δεν είχα ούτε 50 λεπτά να πάρω μια φρατζόλα ψωμί. Δεν το έβαλα κάτω. Είμαι εδώ ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους που με υποδέχτηκαν σα να με γνωρίζουν χρόνια και συνεχίζω με το κεφάλι ψηλά», μου είπε.
«Είμαι διαβητικός από τα 18 μου. Ο οργανισμός μου υπέστη ένα τεράστιο σοκ, έπεσα και μετά έμαθα ότι είχα διαβήτη». Ήταν νομίζω το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Βασίλης όταν συναντηθήκαμε. Απλά, ακομπλεξάριστα, χωρίς να με αφήνει να διολισθήσω σε μια αμήχανη και άβολη διακριτικότητα. Με αυτό το μήνυμα κατέβηκε αυτός και η υπόλοιπη ομάδα «Τρέχουμε για τον διαβήτη»Η σελίδα της ομάδας στο facebook στις δράσεις της Κυριακής, επιδιώκοντας να εμπνεύσουν αυτοπεποίθηση στους διαβητικούς και να εξοικειώσουν την κοινωνία με την ασθένεια.
Όταν ήταν μικρός, ο Βασίλης ασχολούνταν με τον πρωταθλητισμό στο τζούντο. Μόλις εκδηλώθηκε η ασθένειά του, φοβήθηκε και τα παράτησε. Ύστερα και από παρότρυνση του γιατρού του ξεκίνησε σιγά σιγά να τρέχει. «Εγώ είδα πρώτα τη μεγάλη βελτίωση που επέφερε η άσκηση στη φυσική μου κατάσταση και μετά αποφάσισα να δημιουργήσω αυτήν την πρωτοβουλία. Πέρα από το σωματικό όφελος, το πιο σημαντικό είναι οι άνθρωποι να εξωτερικεύουν το πρόβλημά τους. Υπάρχει ένα ταμπού στην Ελλάδα με τις αρρώστιες. Αποφεύγουμε να μιλάμε γι’ αυτές. Ο κόσμος ντρέπεται να πει ότι έχει διαβήτη. Ήξερα ανθρώπους χρόνια, που όταν έμαθαν για την ομάδα, επικοινώνησαν μαζί μου και μου αποκάλυψαν ότι είναι κι αυτοί διαβητικοί. Είναι απελευθερωτικό να μιλάς και ο Μαραθώνιος είναι ένα βήμα έκφρασης για μας. Αλληλεπιδράς με την κοινωνία. Είναι ένα μάθημα για τον εαυτό σου και την κοινωνία, ότι μπορείς με λίγη προσοχή και αυτοέλεγχο να κάνεις τα πάντα», μου λέει.
Στις παράλληλες δράσεις της Κυριακής, στα 5 και στα 10 χιλιόμετρα έτρεξαν συνολικά 22 άτομα με την κίτρινη φωσφοριζέ μπλούζα που έγραφε «Τρέχουμε για τον διαβήτη». Ο Μαραθώνιος έχει μια απαράγραπτη κοινωνική διάσταση για όσους συμμετέχουν αλλά και για όσους είναι εκεί για να παρακολουθήσουν από κοντά την ένταση της στιγμής. Γκρεμίζει στερεότυπα και προκαταλήψεις και διαμορφώνει ένα πεδίο απαλλαγμένο από ιεραρχήσεις, για να συνυπάρξουν όλες οι ανθρώπινες καταστάσεις. Η μοναδική ανισότητα που αναπαράγει είναι ότι απαγορεύει ακόμα στους ανθρώπους με αναπηρία να συμμετάσχουν ανεξάρτητα με αμαξίδια. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι σύντομα θα αρθεί κι αυτή και θα δώσει σε όλους τους ανθρώπους που το επιθυμούν τη δυνατότητα να βιώσουν τη δυναμική του. «Όταν μπαίνεις στο Στάδιο σε πιάνει κυριολεκτικά ανατριχίλα. Η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι μπορείς να το κάνεις είναι μια συγκλονιστική εμπειρία», λέει ο Βασίλης.
Ο κύριος Στέλιος είναι μάλλον ο γηραιότερος και ένας από τους πιο χαμογελαστούς μαραθωνοδρόμους. Στα 85 του έχει ζήσει τα πάντα: «Κατοχή, πείνα και ξιπολησιά, κορίτσι μου», μου λέει, «ζόρικοι καιροί, τι να καταλάβω από την κρίση; Στεναχωριέμαι μόνο για τα παιδιά μου, έχουμε μα επιχείρηση στον Βύρωνα με 2-3 υπαλλήλους. Κι αυτά παιδιά μου τα θεωρώ». Ο Μαραθώνιος είναι η μοναδική μέρα που η Αθήνα του φαίνεται όμορφη. Τη θυμάται με χωράφια, χαμηλά σπιτάκια, αυλές και ελάχιστα αυτοκίνητα. Τώρα δεν την αντέχει. «Είναι δηλητηριώδης, γεμάτη μπετόν και αυτοκίνητα», επαναλαμβάνει. Πλέον μένει στον Μαραθώνα, σε ένα κτήμα με κήπο και κότες. Ασχολείται όλη τη μέρα μαζί τους και συνομιλεί με τα πουλιά. Όση ώρα μιλάγαμε στην έκθεση ΜαραθωνίουΗ ιστοσελίδα της έκθεσης στο γήπεδο του Tae Kwon Do, κάθε Ιάπωνας τουρίστας που πέρναγε και διαπίστωνε ότι ο κύριος Στέλιος είναι μαραθωνοδρόμος, εκλιπαρούσε για μια σέλφι μαζί του κι αυτός ανταποκρινόταν πάντα με χαρά και ευγένεια.
Εδώ και 26 χρόνια, από τότε που ήταν 59 ετών, δεν έχει χάσει ούτε έναν Μαραθώνιο. Έτρεχε παλιά μαζί με άλλους 100 δίπλα στα λεωφορεία, τρέχει και τώρα δίπλα σε χιλιάδες με όλους τους δρόμους κλειστούς. Όλη τη χρονιά κάνει προπονήσεις. Τρέχει περίπου 35 χιλιόμετρα την εβδομάδα, δεν καπνίζει, φροντίζει τη διατροφή και τον ύπνο του και κάθε Νοέμβρη στις 9 το πρωί περιμένει το σάλπισμα στον ιστορικό Τύμβο του Μαραθώνα. Κάπου στα 25 χιλιόμετρα τον καρτερούν η γυναίκα, ο γιος και τα εγγόνια του για έναν πρώτο χαιρετισμό κι έπειτα πιάνουν θέση στο ασφυκτικά γεμάτο Καλλιμάρμαρο για να τον δουν να τερματίζει. Έτσι και φέτος. Πέρασε τα τελευταία μέτρα με ένα αργό τζόκινγκ, καμαρωτός και χαμογελαστός και ο κόσμος ξεσπούσε σε χειροκροτήματα μόλις τον αντίκριζε. Λίγο πριν το νήμα, πήρε μαζί του τα δύο εγγόνια του και τερμάτισαν παρέα. Είναι κάτι σαν τελετουργία, το κάνει κάθε χρόνο, θέλει να τα μυήσει στον υγιή αθλητισμό και το παιχνίδι.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι όταν βλέπω νέα παιδιά να γυμνάζονται. Εμένα με γεμίζει πολύ ψυχικά το τρέξιμο. Μου δίνει ζωή. Δεν με νοιάζει να τρέξω γρήγορα, το γλεντάω, πάω όσο αντέχει η καρδιά μου και όταν μπαίνω στο Στάδιο τα ξεχνάω όλα. Άντε και του χρόνου, να ‘μαστε καλά, να τρέξουμε», ευχήθηκε στον αποχαιρετισμό.
Πέτυχα τον Νουρ ένα σκυθρωπό απόγευμα στον λόφο του Στρέφη. Γυμναζόταν μαζί με την υπόλοιπη ομάδα προσφύγων που θα συμμετείχε στις δράσεις του Μαραθωνίου υπό την αιγίδα της ΜΚΟ Solidarity NowΗ ιστοσελίδα της οργάνωσης. Το βλέμμα του αντανακλούσε τη μελαγχολία του καιρού. Πώς αλλιώς μπορούσε να είναι, για έναν 25χρονο πρόσφυγα που βρίσκεται εδώ και οχτώ μήνες εγκλωβισμένος σε μια συνθήκη τράνζιτ, μακριά από κάθε τι δικό του και οικείο. Μεγάλωσε στη Ράκα, τη σημερινή πιο σκοτεινή περιοχή του πλανήτη, αφότου ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους. Ως ομοφυλόφιλος και φιλελεύθερος νέος εκδιώχθηκε από εκεί. «Στη Συρία αν είσαι ομοφυλόφιλος ο Ασάντ θα σε βάλει φυλακή και ο ISIS θα σε σκοτώσει με κάποιον φριχτό τρόπο», μου λέει δείχνοντας τα σημάδια στα πόδια του από τον βασανισμό που υπέστη.
Έφτασε στην Τουρκία μόνος, πέρασε κάποιες δύσκολες μέρες στις τουρκικές φυλακές κι από κει στη Σάμο. Τώρα ζει σε έναν ξενώνα αλλά το όνειρο του είναι να πάει στην Ολλανδία, όπου ζει ο φίλος του και να σπουδάσει θέατρο. «Έχω κάνει αίτηση για μετεγκατάσταση και περιμένω απάντηση εδώ και πέντε μήνες. Η Υπηρεσία Ασύλου δεν νοιάζεται για μας. Τους έχω εξηγήσει ότι δέχομαι απειλές ακόμα κι εδώ εξαιτίας του σεξουαλικού μου προσανατολισμού. Επιπλέον βαριέμαι, δεν έχω τίποτα απολύτως να κάνω», υποστηρίζει. Ο Νουρ για να ξεγελάσει κάπως αυτή την μονότονη απραξία άρχισε να γυμνάζεται στον Εθνικό Κήπο. Οι γυμναστές που συνεργάζονται με το Solidarity Now του πρότειναν να τρέξει στα 5 χιλιόμετρα του Μαραθωνίου με την ομάδα προσφύγων και δέχτηκε. «Έχεις ξανατρέξει σε αγώνα αντοχής;» τον ρώτησα. «Συνηθίσαμε στη Ράκα να τρέχουμε για να ξεφύγουμε από τον στρατό του Άσαντ και τη βαρβαρότητα του ISIS», μου απάντησε.
Την ίδια ώρα ο Χασίμ και ο Σουρί βάραγαν σουτάκια στην μπασκέτα του γηπέδου. Τα δυο αδέρφια από τη Συρία μαζί με τη μητέρα τους περιπλανώνται εδώ και τέσσερα χρόνια μακριά από το σπίτι τους. Τώρα μάλλον βρίσκονται πιο κοντά από ποτέ σε μία λύση. Εγκρίθηκε η αίτηση για μετεγκατάσταση και σε λίγο καιρό θα ταξιδέψουν για Γαλλία. Με τη συμμετοχή τους στη διαδικασία του Μαραθώνιου είναι σαν να αποχαιρετούν επί της ουσίας την Ελλάδα: «Ξέρουμε ότι ο Μαραθώνιος είναι ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία και την κουλτούρα των Ελλήνων. Θέλουμε να τιμήσουμε λοιπόν την Ελλάδα και μαζί την πατρίδα μας που υποφέρει, να στείλουμε ένα μήνυμα ειρήνης σε Έλληνες και Ευρωπαίους, ότι είμαστε ένα».
Ξαναβρήκα όλα αυτά τα νεανικά πρόσωπα, λίγο πιο ξέγνοιαστα, το απόγευμα της Κυριακής στις κερκίδες του Παναθηναϊκού Σταδίου. Είχαν μόλις ολοκληρώσει την απογευματινή διαδρομή των 5 χιλιομέτρων και έβγαζαν όλοι μαζί φωτογραφίες. Κάπου εκεί τελείωσε κι ο 34ος Μαραθώνιος της Αθήνας. Σε μια χρονιά που προχωράει με απώλειες και αναποδιές, οι άνθρωποι αυτήν την Κυριακή έτρεξαν για να ξεφύγουν από κάτι, για να γλιτώσουν από κάτι, για να πιάσουν κάτι, για να διεκδικήσουν κάτι, για να πουν κάτι, για να ξαναπιστέψουν σε κάτι… για όλους τους λόγους του κόσμου. Οι τελευταίοι μαραθωνοδρόμοι τερμάτιζαν και οι δρόμοι γέμιζαν με κουκουλωμένα με εσωθερμικά σώματα, κουρασμένες αγκαλιές και ανάσες ζωής. Στο βάθος της Καλλιρρόης, υπήρχε μια εκθαμβωτική κόκκινη ρωγμή στον αττικό ουρανό, σαν αυτές που μνημόνευε ο Λέοναρντ Κοέν: «από κει –έλεγε– μπαίνει το φως».