#ArtIsMyLife | Ο Μόρια

G. Moutafis for SolidarityNow

 «Αν υπάρχει ένα πράγμα που με κάνει χαρούμενο είναι να τραγουδάω. Όταν τραγουδάω ξεχνάω τα προβλήματά μου. Ξεχνάω τα πάντα»

Προχωράμε στα δρομάκια που διαχωρίζουν τις μικρές εξοχικές κατοικίες, που κατασκευάστηκαν παλιά στη Βόλβη για να φιλοξενήσουν τους τουρίστες που επισκέπτονταν τα λουτρά της περιοχής. Σε ένα από τα σπίτια ακούγονται γυναικείες φωνές και μια ανδρική να τραγουδούν γκόσπελ και ρούμπα με τη συνοδεία ενός αρμονίου. Ο Μόρια, η Ζιζέλ, η Τερέσα και η Σάρα κάνουν πρόβα τα τραγούδια τους. Ο τέταρτος της παρέας τους, ο Ριτσάρντ, δεν μπόρεσε να έρθει. Πλέον, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια στα Λουτρά της Βόλβης έχουν μετατραπεί σε μόνιμες κατοικίες, των οποίων οι ένοικοι είναι πρόσφυγες από τη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Κονγκό, τη Σομαλία, την Ερυθραία και το Πακιστάν.

Ο Μόρια κάθεται μαζί μας στην αυλή του σπιτιού, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας συνεχίζουν την πρόβα τους στο μέσα δωμάτιο. Όλοι τους κατάγονται από το Κονγκό. Ο Μόρια είναι 24 χρονών και στις 15 Ιουνίου γιορτάζει τα δεύτερά του γενέθλια στην Ελλάδα. Στη Βόλβη ζούσε για εννέα μήνες. Έχει σπουδάσει μηχανικός, αλλά ποτέ του δεν ασχολήθηκε με το αντικείμενο αυτό. Η μουσική ήταν η μεγάλη του αγάπη. Όπως μας λέει χαρακτηριστικά «η μουσική στο Κονγκό είναι ότι είναι το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία, είναι μέσα στο αίμα μας». Όταν ήταν μικρός τραγουδούσε σε εκκλησιαστική παιδική χορωδία. Μάλιστα, ο παππούς του ήταν ιερέας. Θυμάται ότι τραγουδούσε παντού, ακόμα και στο σχολείο, με αποτέλεσμα να προκαλεί τον εκνευρισμό της δασκάλας του, η οποία αναγκαζόταν να τον αποβάλει από την τάξη.

Όταν αποφοίτησε από τη Σχολή Μηχανικών έπιασε δουλειά ως ντι-τζέι, αλλά η οικογένειά του έφερε μεγάλες αντιρρήσεις. «Η οικογένειά μου είναι Χριστιανοί και πολύ θρήσκοι. Στο Κονγκό όταν ακολουθείς τους κανόνες της θρησκείας δεν μπορείς να εργάζεσαι σε νυχτερινά μαγαζιά που πουλούν αλκοόλ. Δεν υπάρχει κάποιος νόμος που να ορίζει κάτι τέτοιο αλλά αυτοί είναι κανόνες που τους θέτει η ίδια η οικογένεια. Με μεγάλωσε η αδερφή του πατέρα μου και δεν ήθελε να δουλεύω σε μπαρ. Έτσι, αναγκάστηκα να αφήσω τη δουλειά μου, ωστόσο συνέχισα να τραγουδάω με τους φίλους μου», μας λέει ο Μόρια που εκτός από το να τραγουδάει, παίζει κιθάρα και γράφει στοίχους. Η ρούμπα, η κονγκολέζικη μουσική, η αγάπη, η ζωή του και οι δυσκολίες που έχει περάσει, αλλά και οι τηλεοπτικές σειρές στην τηλεόραση μπορούν να γίνουν η αφορμή για να γράψει στίχους. Κάθε μέρα ακούει πολύ μουσική. Του αρέσει πολύ ο Μάικλ Τζάκσον και μάλιστα ξεκίνησε μαθήματα αγγλικών για να καταλαβαίνει τους στοίχους των τραγουδιών του. Επίσης, θαυμάζει τους Papa Wemba και Tabu Ley Rochereau, -παλιοί Κονγκολέζοι τραγουδιστές. «Η μουσική τους αποτελεί για εμένα πηγή έμπνευσης. Προσπαθώ να αναπαράγω στα τραγούδια μου τον τρόπο που τραγουδούσαν, τον τόνο της φωνής τους. Ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες της νέας γενιάς είναι ο Ferré Gola. Αν υπάρχει ένα πράγμα που με κάνει χαρούμενο είναι να τραγουδάω. Όταν τραγουδάω ξεχνάω τα προβλήματά μου. Ξεχνάω τα πάντα», μας λέει ο Μόρια.

Το Σάββατο 3 Μαΐου, ο Μόρια μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας τραγούδησαν ζωντανά στην 15η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Αφορμή για αυτό το καλλιτεχνικό δρώμενο στάθηκε η συνεργασία του SolidarityNow με το Γαλλικό Ινστιτούτο και τον Διεθνή Οργανισμό Γαλλοφωνίας. «Δέχτηκα να συμμετέχω γιατί μου αρέσει πολύ να τραγουδάω και δεν έχω πάντα την ευκαιρία να το κάνω. Εκτός αυτού είμαι γαλλόφωνος και θέλω να γνωρίσω και να ενταχθώ στη γαλλόφωνη κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Για εμάς αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, καθώς αποτελεί κομμάτι της ταυτότητάς μας. Ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσω κάποιον άνθρωπο που θα δείξει ενδιαφέρον για το ταλέντο μου και θα με βοηθήσει να βελτιώσω τις δεξιότητές μου στο τραγούδι. Το μήνυμα που θέλω να περάσω είναι ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και ότι πρέπει να καταπολεμήσουμε τον ρατσισμό».

Η ζωή στην Ελλάδα για τον Μόρια δεν είναι εύκολη, κυρίως λόγω του ρατσισμού που βιώνει, όπως ο ίδιος μας εξομολογείται. Εκτός αυτού, το Κέντρο Φιλοξενίας στη Βόλβη -όπου διέμενε- βρίσκεται 50 χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη. «Ήμασταν απομονωμένοι εκεί», σημειώνει. Στη Βόλβη δεν υπάρχουν καφετέριες, εστιατόρια και άλλα μαγαζιά. Ενώ το αντίτιμο που χρειάζεται να πληρώσουν οι κάτοικοι για να πάνε στην πόλη είναι το λιγότερο 8 ευρώ, το οποίο αδυνατούν να πληρώσουν. Και ύστερα είναι η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. «Δεν μπορούμε να βρούμε δουλειά. Χωρίς δουλειά δεν μπορείς να ζήσεις, να πληρώσεις τα εισιτήριά σου, να αγοράσεις ρούχα. Την Ελλάδα την αγαπάω, αλλά είναι πολύ δύσκολα για εμάς εδώ. Κατάγομαι από την Αφρική, έχω συγγενείς που νομίζουν ότι επειδή είσαι στην Ευρώπη είσαι πλούσιος και όλα είναι εύκολα. Εγώ δεν έχω παιδιά, αλλά έχω φίλους που έχουν παιδιά και έφυγαν από την Αφρική για να τους προσφέρουν μια καλύτερη ζωή. Οι συγγενείς σε παίρνουν τηλέφωνο και σου ζητάνε χρήματα και εσύ δεν μπορείς να τους στείλεις τίποτα».

Ο Μόρια έχει πάρει άσυλο στην Ελλάδα και πλέον φιλοξενείται στο Πρόγραμμα Στέγασης και Φιλοξενίας του SolidarityNow στη Θεσσαλονίκη. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει προσπαθεί σιγά σιγά να συνηθίσει τη νέα του ζωή. «Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Ξέρω ότι μια μέρα θα τα καταφέρω».


*Το Πρόγραμμα Στέγασης και Φιλοξενίας υλοποιείται με την υποστήριξη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και τη χρηματοδότηση της ECHO.

**Το πρόγραμμα Κέντρα Υποστήριξης Παιδιού και Οικογένειας υλοποιείται από το SolidarityNow στη Δομή Φιλοξενίας στη Βόλβη με την υποστήριξη της UNICEF και τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τμήμα Ανθρωπιστικής Βοήθειας.

***Ο Διεθνής Οργανισμός Γαλλοφωνίας χρηματοδοτεί την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας σε αιτούντες άσυλο, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη

****Η Ηλιακτίδα ΑΜΚΕ με χρηματοδότηση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες διαχειρίζεται τη Δομή Φιλοξενίας της Βόλβης μέσω του Ι.Α.Τ.Α.Π.