Για μια νέα μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα από την καθηγήτρια Άννα Τριανταφυλλίδου, Μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του SolidarityNow


Τα τελευταία έξι χρόνια, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια ισχυρή οικονομική κρίση, η οποία έχει οδηγήσει στον ανασχηματισμό του πολιτικού της τοπίου με την ανάδυση νέων  δυνάμεων τόσο προς την αριστερά όσο και προς τη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος, τον παρ’ολίγον αφανισμό του σοσιαλιστικού κόμματος ΠΑΣΟΚ και από τον Ιανουάριο του 2015, την πρώτη κυβέρνηση της αριστεράς.  Σε αυτή την αναντίρρητα ταραχώδη περίοδο,  η χώρα έχει βρεθεί αντιμέτωπη με τρεις δοκιμασίες  που σχετίζονται με τη μετανάστευση. Η πρώτη αφορά τις σημαντικές πιέσεις που προέρχονται από την παράνομη μετανάστευση και την αναζήτηση ασύλου, καθώς η Ελλάδα αποτελεί βασικό σημείο άφιξης και εισόδου στην Ε.Ε για τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο από την Ασία και την Αφρική. Η δεύτερη αποτελεί μια κρίση της μετανάστευσης στο εσωτερικό της χώρας, καθώς η αυξανόμενη ανεργία έχει πλήξει ιδιαίτερα τους εργαζόμενους μετανάστες και τις οικογένειές τους. Η ανεργία πλήττει όχι μόνο τους πρόσφατα αφιχθέντες αλλά και τον επί μακρόν  εγκατεστημένο μεταναστευτικό πληθυσμό, οδηγώντας μάλιστα στην απονομιμοποίηση πολλών, οι οποίοι έχασαν τις άδειες διαμονής τους λόγω της αδυναμίας να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα. Η τρίτη κατά σειρά πρόκληση σχετίζεται με την θεαματική, αν και πρόσφατα μειωμένη, άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, παράλληλα με την εξίσου δραματική αύξηση της ρατσιστικής βίας και του αμυντικού εθνικισμού, ο οποίος είναι αντι-ευρωπαϊκός και αντι-μεταναστευτικός. Τόσο η Ε.Ε (και η Γερμανία ειδικότερα) όσο και οι μη-Ευρωπαίοι μετανάστες έχουν γίνει τα εξιλαστήρια θύματα, προσφέροντας εύκολες εξηγήσεις σε περίπλοκα δομικά προβλήματα που μαστίζουν τη χώρα την περίοδο αυτή.
Κατά τα τελευταία 25 χρόνια, η διαχείριση της μετανάστευσης από την ελληνική πλευρά και οι πολιτικές για την ένταξη των μεταναστών χαρακτηρίζονται από έλλειψη οράματος και μακρόπνοης προοπτικής. Η οικονομική μετανάστευση έλαβε χώρα μέσω των εκτεταμένων κοινωνικών δικτύων που διαμορφώθηκαν μεταξύ των μεταναστών (εργαζομένων) και των γηγενών (εργοδοτών). Υπήρξε μια καταφανής απουσία πολιτικών ένταξης που θα μπορούσε να αναγνωρίσει ότι περίπου το 8% του μόνιμου πληθυσμού και σχεδόν το 10% του σχολικού πληθυσμού είναι μη-ελληνικής καταγωγής και ότι πολλοί από αυτούς τους μετανάστες έχουν σιωπηλά ενταχθεί στην αγορά εργασίας και στην καθημερινή ζωή. Η πλήρης αφομοίωση επιδοκιμάστηκε ως επιτυχής ένταξη, χωρίς να δημιουργηθεί καμία ανησυχία ότι θα μπορούσαν επίσης να υπάρξουν αισθήματα αποκλεισμού και περιθωριοποίησης, ιδιαίτερα μεταξύ της δεύτερης γενιάς των μεταναστών (των παιδιών δηλαδή που γεννήθηκαν στην Ελλάδα) ή μεταξύ της αποκαλούμενης 1,5 γενιάς ( των παιδιών δηλαδή που ήρθαν με τις οικογένειες τους στη χώρα σε προσχολική ηλικία).
Αν και από το 2011 έχουν γίνει κάποια σημαντικά βήματα όσον αφορά την αναδιοργάνωση του (προηγούμενα χαώδους) συστήματος χορήγησης ασύλου και την επανένταξη των μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (10 έτη ή περισσότερο) που έχουν χάσει την άδεια παραμονής τους λόγω ανεργίας, υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να γίνουν ώστε να επιτευχθεί μια πιο αποτελεσματική και πιο ανθρώπινη διαχείριση της παράνομης μετανάστευσης και του ασύλου, καθώς και για την προώθηση της κοινωνικο-πολιτικής ένταξης του σημαντικού μεταναστευτικού πληθυσμού της χώρας.
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι από όλες τις απόψεις. Όχι μόνο όσον αφορά την ανάγκη βελτίωσης της οικονομίας και την αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, αλλά και όσον αφορά την υιοθέτηση ενός οράματος για την Ελλάδα του 2030 ή του 2050. Η νέα κυβέρνηση, σε αντίθεση με τους προκατόχους της, προωθεί μια δυναμική ατζέντα για τη μεταναστευτική πολιτική. Έχει εκδηλώσει την προθυμία της για την περαιτέρω τροποποίηση του νόμου για την ιθαγένεια, με σκοπό την χορήγηση ιθαγένειας στα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς αλλά και την διευκόλυνση απόκτησης της ιθαγένειας από την πρώτη γενιά μεταναστών. Επιπλέον, έχει δηλώσει την πρόθεσή της να σταματήσει η συστηματική κράτηση για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, ιδιαίτερα μάλιστα για τους αιτούντες άσυλο, και να εφαρμοστούν εναλλακτικές μορφές ελέγχου αυτών, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν λιγότερο επιζήμιο και οικονομικά και ανθρωπιστικά! Τρίτον, η κυβέρνηση επιδιώκει να υιοθετήσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας υπέρ των πλέον άπορων οικογενειών και των πιο ευάλωτων στρωμάτων του πληθυσμού.
Αυτά τα τρία μέτρα είναι ζωτικής σημασίας για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Υπόσχονται να ομαλοποιήσουν την ελληνική δημοκρατία, η οποία μέχρι στιγμής έχει αποκλείσει ένα σημαντικό μέρος του εγκατεστημένου πληθυσμού από οποιοδήποτε επίπεδο εκπροσώπησης (είτε σε τοπικό είτε σε εθνικό επίπεδο), καθώς και να καταπολεμήσουν τον ρατσισμό και την ξενοφοβία που έχουν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις κατά τα τελευταία χρόνια. Ακόμη, τα μέρτρα αυτά υπόσχονται να συμβιβάσουν την αποτελεσματική διαχείριση των συνόρων της χώρας με την υποχρέωση παροχής ασύλου σε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη καθώς και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο και των παράνομων μεταναστών.
Άλλωστε οι στόχοι αυτοί έρχονται σε πλήρη συμφωνία με την ελληνική κλασική κληρονομιά μας, την οποία τόσο ένθερμα υποστηρίζουν και προασπίζουν πολλά από τα πολιτικά κόμματα που τάσσονται κατά της μετανάστευσης. Και μπορούν στην πραγματικότητα να είναι πιο αποτελεσματικοί και λιγότερο δαπανηροί από κάθε άποψη: μπορούν να κινητοποιήσουν το ανθρώπινο και πολιτισμικό κεφάλαιο που οι μετανάστες και οι αιτούντες άσυλο φέρνουν σε αυτή τη χώρα, να τονώσουν την καινοτομία και τη δημιουργικότητα της χώρας μας, και να την καταστήσουν έτσι ένα καλύτερο μέρος για εμάς και τα παιδιά μας. Η κοινωνία των πολιτών έχει, ωστόσο, ένα σημαντικό ρόλο να παίξει σε αυτήν τη διαδικασία. Πρέπει να υποστηρίξει την κυβερνητική δράση μέσω της συμμετοχής, της εποικοδομητικής κριτικής και της εφαρμογής. Η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης με τη σειρά της να υποστηρίξει και να ενδυναμώσει τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών σε όλα τα επίπεδα του πολιτικού σχεδιασμού και της εφαρμογής των πολιτικών. Εϊναι πολλές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες που υλοποιούνται πιο αποτελεσματικά από μη κυβερνητικές οργανώσεις και πολιτιστικούς συλλόγους που δρουν σε τοπικό επίπεδο, ανάμεσα στους πολίτες παρά από δημόσιες υπηρεσίες. Υπάρχει ένα δίκτυο εθελοντικού εργατικού δυναμικού  που πρέπει να αξιοποιηθεί και υπάρχει ανάγκη για μια κοινή υιοθέτηση (μεταξύ των κρατικών φορέων, της κοινωνίας των πολιτών, των πολιτών) αυτού του νέου οράματος για την Ελλάδα του 2030.

Άννα Τριανταφυλλίδου
Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας
ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα
Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Solidarity Now