
Μάγια και Μπατίς: δύο φίλοι, σαν ένας άνθρωπος
Η Μάγια και ο Μπατίς ανήκουν σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό συνανθρώπων μας που αποκαλούνται μετακινούμενοι πληθυσμοί. Πιο συγκεκριμένα, οι δυο φίλοι ανήκουν σε μια υποομάδα των πληθυσμών αυτών, αυτή των ΛΟΑΤΙ, με αιτία των πολλαπλών μετακινήσεών τους το φόβο.
Όχι όμως το φόβο του πολέμου ή των φυσικών καταστροφών, αλλά το φόβο για τη σωματική ακεραιότητα, το φόβο της απομόνωσης, το φόβο του εκτοπισμού και της κακοποίησης, το φόβο της προσβολής της προσωπικότητας και μιας ακόμη ατελείωτης σειράς μικρών, καθημερινών φόβων που συστήνουν έναν τεράστιο. Έναν ανυπέρβλητο φόβο που μπλέκεται με την ενοχή, ένα φόβο που προκαλείται από ανθρώπους και στοχοποιεί άλλους ανθρώπους.
Η Μάγια και ο Μπατίς από την Τυνησία έχουν υπάρξει στόχοι-θύματα άλλων, σχεδόν από τότε που θυμούνται τους εαυτούς τους.
Η Μάγια είναι τρανς και ο Μπατίς γκέι.
Είναι δύσκολο να περιγράψεις τις ιστορίες τους ξεχωριστά. Οι δυο αυτοί νέοι άνθρωποι έφτασαν να γίνουν ένα, όπως γίνονται οι πολύ-πολύ καλοί φίλοι, και ξαφνικά οι ιστορίες και οι πορείες τους συναντιούνται ακόμη και πριν γνωριστούν.
Συζητάμε μαζί τους.
Η Μάγια είναι μια εντυπωσιακή γυναίκα, με μακριά ξανθά μαλλιά, τόσο εκφραστική που ό,τι και να διηγείται ζωντανεύει μπροστά μας, ενώ οι γκριμάτσες του προσώπου της, τα συχνά βουρκωμένα μάτια της και οι ζωηρές κινήσεις των χεριών της είναι καθηλωτικά. Δίπλα της ο Μπατίς μιλά για τη Μάγια σαν η ίδια να μην είναι παρούσα και εκείνη συμφωνεί με όσα λέει – “με ξέρει καλύτερα από μένα“.
Ο Μπατίς, ψηλός, λεπτός, πιο εσωστρεφής, εύθραυστος, μιλά χαμηλόφωνα περιγράφει τη ζωή του στο παρελθόν και σήμερα στην Ελλάδα, ενώ οι δυο τους ‘απομονώνονται’ στο δυαδικό τους περιβάλλον πολλές φορές κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας – αρκεί να κοιταχτούν στα μάτια για να καταλάβουν ο ένας τον άλλον.
Μιλούν αραβικά, γαλλικά, αγγλικά και λίγα ελληνικά. Σήμερα, είναι δύο ακόμη νέοι άνθρωποι, στα 26 η Μάγια και στα 27 ο Μπατίς, που αναζητούν δουλειά στην Ελλάδα – όπως και πολλοί άλλοι. Αν βρουν δουλειά θα μείνουν στην Αθήνα. Την έχουν αγαπήσει. “Πριν έρθω στην Ελλάδα πίστευα ότι αυτή η χώρα θα είναι η γέφυρα για να πάω κάπου αλλού στην Ευρώπη, αλλά μόλις πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα σκέφτηκα εδώ θέλω να ζήσω“, λέει ο Μπατίς. Το ίδιο ισχύει και για τη Μάγια, αν και η Μάγια ξέρει, και όποιος τη γνωρίσει το αντιλαμβάνεται αμέσως, ότι μπορεί να επιβιώσει παντού – είναι χαμαιλέων. Αλλιώς δεν θα τα είχε καταφέρει στην Τυνησία, αλλά ούτε και στην Τουρκία όπου έζησε με τον Μπατίς έξι (6) μήνες, μήνες που δεν μπορεί να ξεχάσει αλλά που έχει αφήσει πίσω πια προσπαθώντας πολύ και λαμβάνοντας ψυχοκοινωνική υποστήριξη.
Δυσάρεστες οικογενειακές αναμνήσεις, κακοποίηση, φυγή. Κοινά χαρακτηριστικά και των δυο που οδηγούν πρώτα τη Μάγια, στα 16 της, και αργότερα τον Μπατίς, στα 20 του, να αφήσουν την οικογενειακή εστία και να ξεκινήσουν να ζουν μόνοι. Αλλά ελεύθεροι. Χωρίς σε κάθε τους κίνηση να λογοκρίνονται και να τιμωρούνται, από τα πιο δικά τους πρόσωπα – τους γονείς τους. Τα χρόνια που πέρασαν εκεί, μέχρι το 2017 που έφτασαν στη Μυτιλήνη, περιλαμβάνουν καλές και κακές στιγμές – όπως ισχύει για όλους σε όποιο μέρος της γης κι αν κατοικούν.
Περιλαμβάνουν όμως και μερικές πολύ κακές. Ακόμη και σε αυτές είχαν ο ένας τον άλλον. Αυτό το “μαζί” αποτελεί για τους ίδιους κίνητρο και δύναμη να προχωρούν μπροστά. Καταλαβαίνουν ότι αυτό που έχουν μεταξύ τους τούς ενώνει και είναι σπάνιο. Μερικές φορές όταν μιλούν είναι σαν να αυτοθαυμάζονται για αυτό που έχουν καταφέρει να έχουν.
Μένουν μαζί, στο ίδιο σπίτι*. Μαζί ξεπερνούν τα προβλήματα υγείας, μαζί παρακολουθούν σεμινάρια ενδυνάμωσης, μαζί κάνουν όνειρα για τη ζωή τους στην Ελλάδα, μαζί οργανώνουν την κάθε τους μέρα. Όση αγάπη δεν πήραν οι ίδιοι την προσφέρουν απλόχερα ο ένας στον άλλον, αλλά και σε άλλους – βοηθούν όποιον μπορούν, δίνουν συμβουλές, συντρέχουν. Όπως λέει ο Μπατίς για τη Μάγια “η Μάγια μεγάλωσε τα δυο μικρότερα αδέρφια της, τώρα μεγαλώνει εμάς. Είναι μαμά“.
Τη Μάγια τη συνθέτουν ιδιαίτερα και αντίθετα χαρακτηριστικά. Δεν είναι εκδηλωτική ως προς τα συναισθήματά της, είναι όμως κτητική με τους ανθρώπους που αγαπά, συμπεριφέρεται σε αυτούς ως μητρική φιγούρα, συμπαραστέκεται σε όλους. Πολύ συχνά μιλά για τον εαυτό της χρησιμοποιώντας το γ’ ενικό – “η Μάγια ξυπνάει στις 11″, “δεν μπορεί να καταπιέζεται η Μάγια” – όταν το παρατηρούμε απαντά φυσικά, “της μιλώ, είμαι φίλη με τη Μάγια“.
Η Μάγια και ο Μπατίς δε διαφέρουν σε τίποτα από έναν άλλον άνθρωπο της ηλικίας τους που προσπαθεί να φτιάξει το παρόν και να χτίσει το μέλλον βρίσκοντας δουλειά, σύντροφο, συλλέγοντας εμπειρίες και γνώσεις. Έτυχε μόνο όταν ήταν και οι δυο πολύ μικροί, η Μάγια να θυμάται ότι από τα 5 της χρόνια έβλεπε ένα κορίτσι στον καθρέφτη και ο Μπατίς να ερωτεύεται ένα αγόρι στα 9 του.
Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση είναι κάτι που άργησαν πολύ να μάθουν ότι έχει ισχύ και για τους ίδιους.
Τώρα πια το έμαθαν και το διεκδικούν.
*Η Μάγια και ο Μπατίς είναι ωφελούμενοι του προγράμματος ‘Safe Refugee| Ασφαλής Πρόσφυγας’ που υλοποιεί το SolidarityNow και το οποίο αποτελεί μέρος του προγράμματος Έκτακτης Ανάγκης Υποστήριξης για την Ένταξη & τη Στέγαση, ESTIA, της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες και χρηματοδοτείται από την Υπηρεσία Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Πολιτικής Προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECHO).
** Μέσω του προγράμματος Safe Refugee | Ασφαλής Πρόσφυγας, το SolidarityNow παρέχει στέγαση σε ΛΟΑΤΙ πρόσφυγες, σε ανεξάρτητα διαμερίσματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Όσοι και όσες συμμετέχουν στο πρόγραμμα λαμβάνουν δωρεάν υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, νομικής συμβουλευτικής, συμμετέχουν σε εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες και είναι μέλη ενός ευρύτερου δικτύου υποστήριξης που στοχεύει στη βελτίωση των συνθηκών ζωή τους και στην υποστήριξή τους κατά τη διάρκεια διαμονής τους στην Ελλάδα.