του Γιάννη Αγγελή
κοινωνικός λειτουργός, Κέντρο Αλληλεγγύης Αθήνας
Είναι μερικές στιγμές στην επαγγελματική σου πορεία που σε χαράζουν ανεξίτηλα, ενώ η ανάμνησή τους παραμένει με όποια έξυπνη ιδέα κι αν σκαρφιστείς για να την απομακρύνεις. Μία τέτοια στιγμή θα προσπαθήσω να σας αφηγηθώ, όσο πιο άμεσα και μεστά είναι δυνατό. Και θα το κάνω, γιατί οι ιστορίες έχουν το χάρισμα να ανοίγουν με ένα τρόπο μαγικό, ένα παράθυρο προς την αλήθεια, τα αισθήματα, τη ζωή.
Ήταν Δεκέμβριος, λίγες μέρες πριν τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές.
Η ώρα ήταν σχεδόν οκτώ το βράδυ. Βρισκόμουν στο γραφείο μου, γράφοντας μία ακόμη κοινωνική έκθεση. Το Κέντρο Αλληλεγγύης ήταν πια άδειο από ωφελούμενους κι εγώ δε θα παρέμενα για περισσότερο από μία ώρα. Άλλη μια έντονη μέρα έφτανε στο τέλος της εκείνο το βράδυ.
Η συνεργάτης μας, υπεύθυνη για τον καθαρισμό του Κέντρου, είχε αρχίσει ήδη τη δουλειά της, όταν χτύπησε η πόρτα του γραφείου μου. Ένας ασπρομάλλης άνδρας, γύρω στα ογδόντα, μπήκε στο γραφείο σέρνοντας το βήμα του προς το μέρος μου. Το ύψος του δεν ξεπερνούσε το 1,60, είχε μακριά λευκά γένια, ενώ πέρα από την κούρασή του, κουβαλούσε μια χάρτινη τσάντα στην πλάτη και ένα χαρτόκουτο στο χέρι. Η εμφάνισή του μαρτυρούσε τη ζωή στο δρόμο. Απέναντί μου είχα έναν ηλικιωμένο κύριο, ο οποίος μου συστήθηκε, μιλώντας πολύ καλά ελληνικά, ως Έλληνας ομογενής της Ρωσίας –για την ακρίβεια, μου περιέγραψε ένα μέρος κοντά στη Σιβηρία ως τόπο καταγωγής του.
Ξεκίνησε να εξιστορεί τη ζωή του, φτάνοντας στο σήμερα, χωρίς να του θέσω ερωτήσεις. Τον άφησα. Σεβάστηκα την ανάγκη του να μιλήσει και βρισκόμουν εκεί για να τον ακούσω. Μου μίλησε για τη διαδρομή του από τη Ρωσία στην Ελλάδα που συνδυαζόταν με ένα όνειρο που συνεχώς ματαιωνόταν. Για την άθλια οικονομική κατάστασή του τα τελευταία χρόνια, για τα σοβαρά προβλήματα με την καρδιά του και την ξαφνική απομάκρυνση του γιου του που δεν τον ήθελε άλλο πια. Μου επαναλάμβανε πως νιώθει ένα βάρος με ημερομηνία λήξης. Καθώς μου τα έλεγε όλα αυτά, τα ροζιασμένα του χέρια περιστρέφονταν σαν τα κύματα μπροστά μου.
Ζήτησε στέγη για δυο, τρεις μέρες. Έπειτα θα φιλοξενούνταν στον ξενώνα για άστεγους του Δήμου Αθηναίων. Μου είπε ότι χρειάζεται οπωσδήποτε τη βοήθειά μου. Δε θα άντεχε να μείνει έξω. Το χειμωνιάτικο εκείνο βράδυ ήταν πράγματι πολύ κρύο. Του εξήγησα ότι η οργάνωση δε διαθέτει δικά της καταλύματα. Με παρακάλεσε.
Τα αντανακλαστικά μου ήταν άμεσα. Άφησα στο πλάι το ρεαλισμό και ρίχτηκα στη δουλειά, θέλοντας να τον νικήσω. Πήρα την ατζέντα μου και άρχισα να τηλεφωνώ. Δε θα ησύχαζα αν δεν άκουγα κάτι θετικό και ελπιδοφόρο. Τηλεφώνησα παντού και δε σταματούσα παρά τις αρνητικές απαντήσεις. Ένιωθα να χτυπάω σε τοίχο, ενώ το αίσθημά μου αυτό επιτείνονταν κάθε φορά που κοιτούσα τα απελπισμένα μάτια του ανθρώπου απέναντί μου. Ξαφνικά θυμήθηκα. Και με την ελπίδα να φανώ τυχερός, απευθύνθηκα στον άνθρωπο που απάντησε τελικά στο τηλέφωνο και ο οποίος πρόθυμα, βρήκε θέση για ένα συνάνθρωπό μας σε ένα θερμαινόμενο χώρο για άστεγους.
Τα νέα ήταν καλά. Μέσα στο ζοφερό κλίμα, τόλμησα να νιώσω χαρά. Του ανακοίνωσα όλα όσα είχα συνεννοηθεί και ότι εκείνο το βράδυ δε θα βρισκόταν στο δρόμο. Τα μάτια του βούρκωσαν και έσφιξε το χέρι μου με όση δύναμη διέθετε. Η αίσθηση που αποκόμισα εκείνη τη στιγμή ήταν σα να με σκέπασε ζεστή κουβέρτα. Του έγραψα τη διεύθυνση και εκτύπωσα ένα χάρτη. Φοβόμουν μήπως χαθεί.
Όταν έφυγε, κόλλησα το πρόσωπό μου στο τζάμι. Ήθελα να τον δω για τελευταία φορά. Καθώς περπατούσε στο πεζοδρόμιο, σταμάτησε κοιτώντας τριγύρω. Έμοιαζε σε πραγματική σύγχυση. Σάστισα κι εγώ βλέποντάς τον σε αυτήν τη κατάσταση. Κάτι σημαντικό του έλειπε. Άνοιξα το παράθυρο αυθόρμητα. Έσφιξα τη γροθιά μου και του φώναξα δυνατά:
«Εδώ είμαι!».
Ανταποκρίθηκε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι και συνέχισε την πορεία του περήφανος, είχαν ειπωθεί τα πάντα μεταξύ μας. Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν 9.20. Είχε φτάσει η στιγμή να φύγω.