του Σταύρου Μαλιχούδη
Ο Ραζάμπ ήταν εφτά ετών όταν ο πόλεμος του στέρησε τα πόδια του. Περιπλανήθηκε για χρόνια, βιώνοντας όλα τα πρόσωπα της προσφυγιάς, προτού η νέα του ζωή στην Ελλάδα τον κάνει να νιώσει και πάλι αισιοδοξία για το μέλλον.
Αμπάρ, 2004. Όταν η βόμβα εκρήγνυται δίπλα στα πόδια του, ο Ραζάμπ Ραζάμπ είναι ένα αγοράκι μόλις εφτά ετών. Ώσπου να ξεσπάσουν οι πρώτες πολεμικές συρράξεις γύρω τους, θυμάται, η ζωή για τον ίδιο και την οικογένειά του στην ιρακινή πόλη κυλούσε κανονικά: «Δεν ήταν και όλα ρόδινα, όμως σίγουρα ήταν εντάξει». Η απώλεια των δύο μελών του από το ύψος των γοφών και κάτω, όμως, σε συνδυασμό με την συνέχεια των βομβαρδισμών στην περιοχή όπου διαμένει, σημαίνει πως η οικογένεια δεν θα μπορούσε να μείνει εκεί ακόμη για πολύ.
Ξεκινά τότε μια πορεία διαδοχικών περιπλανήσεων, μια ιστορία στην οποία η προσφυγιά επανεμφανίζεται ξανά και ξανά, λαμβάνοντας διαρκώς διαφορετικά πρόσωπα. Μέσα σε τέσσερις μήνες απ’ όταν έχασε τα πόδια του, ο εφτάχρονος Ραζάμπ φεύγει για την Συρία από όπου και ταξιδεύει στην Ιταλία, για να λάβει ιατρική περίθαλψη. Μένει τέσσερις μήνες στην Ιταλία και ύστερα επιστρέφει στην Συρία. Θα ζήσει εκεί για περίπου ενάμιση χρόνο, ώσπου η οικογένεια αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα της, θεωρώντας πως τα πράγματα στο Ιράκ έχουν αρχίσει να βελτιώνονται.
Ήταν αργά, είχαν ήδη εγκατασταθεί εκ νέου στην πόλη τους, όταν διαπίστωσαν το λάθος που έκαναν. Οι συγκρούσεις ξεσπάνε και πάλι, το Ισλαμικό Κράτος κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, κι έτσι ο Ραζάμπ αναγκάζεται να εγκαταλείψει για ακόμη μια φορά την Αμπάρ. Εγκαθίσταται στο Ερμπίλ, την πρωτεύουσα του Ιρακινού Κουρδιστάν που βρίσκεται 350 χλμ βόρεια της Βαγδάτης και μόλις 80 χιλιόμετρα από τη Μοσούλη, την πόλη που εκείνα τα χρόνια γίνεται γνωστή ανά την υφήλιο ως πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους.
Βιώνοντας εκ νέου τις συνέπειες του πολέμου, που για 14 χρόνια δυσχέραιναν την ζωή του αλλά και την επιθυμία του να ασχοληθεί με τον αθλητισμό, ο Ραζάμπ παίρνει την μεγάλη απόφαση. Ανεβαίνει σε ένα λεωφορείο για την Τουρκία κι ακολουθεί την πορεία δεκάδων χιλιάδων εκείνη την εποχή. Φτάνει στα παράλια του Αιγαίου, και την στιγμή που παίρνει τη θέση του σε μια βάρκα πλάι σε άλλους, με το γνώριμο, ψεύτικο φωσφοριζέ σωσίβιο τυλιγμένο γύρω από το στήθος του, βλέπει το νησί που βρίσκεται απέναντι. Αυτός είναι ο προορισμός τους. Λέρος, θα μάθει λίγο μετά πως λέγεται.
Είναι ένα ζεστό απόγευμα όταν συναντιόμαστε στο κέντρο της Αθήνας και τα γραφεία του SolidarityNow, μιας και ο Ραζάμπ είναι ωφελούμενος των προγραμμάτων για πρόσφυγες της ΜΚΟ. Καθώς λέει την ιστορία του, ο Ραζάμπ σταματάει την αφήγηση για να πιει μια γουλιά από το τσάι του. Κάτι λέει στον Σαμ, τον διερμηνέα της οργάνωσης που μας βοηθάει με την συνέντευξη, οι δύο τους γελούν και ο Σάμ βγαίνει για δύο στιγμές από το δωμάτιο με το ποτήρι του Ραζάμπ στο χέρι.
«Ήταν στεναχωρημένος που το τσάι του δεν είχε ζάχαρη», εξηγεί όταν επιστρέφει, και ο Ραζάμπ χαμογελάει αφού πιει μια μεγάλη γουλιά. «Τώρα θα τα διηγηθώ καλύτερα», αστειεύεται. «Υπήρχε λοιπόν ένας λόγος που ήταν το άλφα και το ωμέγα, ώστε να πάρω την απόφαση να εγκαταλείψω την πατρίδα μου. Και αυτός ήταν η κατάσταση της υγείας μου. Η αρχική μου σκέψη ήταν να κάνω το ταξίδι για να λάβω όσο το δυνατόν καλύτερη ιατρική περίθαλψη, και όταν τα πράγματα ηρεμήσουν να γυρίσω».
Ο Ραζάμπ έφτασε στην Λέρο τον Ιούνιο του 2016 και οι τέσσερις μήνες που πέρασε στο νησί του φάνηκαν πολύ δύσκολοι, «σωστός Γολγοθάς». Η Λέρος είχε δεχθεί περισσότερους πρόσφυγες από όσους οι ισχνές της υποδομές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν, και υπήρχε καύσωνας αλλά και υγρασία, που σε συνδυασμό με την αρμύρα της θάλασσας και το σύρσιμο που ο Ραζάμπ ήταν αναγκασμένος να κάνει για τις μετακινήσεις του, είχαν ως αποτέλεσμα στα κάτω άκρα του που σκίζονταν να δημιουργούνται πληγές.
«Από άποψη βοήθειας τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα», θυμάται. «Ελάχιστοι ήταν οι άνθρωποι που με βοήθησαν, αλλά τους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Αναφέρομαι περισσότερο στην αστυνομία, αλλά υπήρξε και μια διερμηνέας η οποία μεσολάβησε ώστε να λάβω την ιατρική γνωμάτευση που χρειαζόμουν από το νοσοκομείο της Λέρου, την οποία μέχρι τότε δεν μπορούσα να πάρω».
Έκανε το ταξίδι μόνος του, μόνος πέρασε το τετράμηνο στην Λέρο, όπως επίσης μόνος του ήταν και όταν αργότερα μετακινήθηκε στην Αθήνα. Η οικογένειά του έμεινε πίσω στο Ιράκ. Από τις γνωριμίες που έκανε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί, με «ανθρώπους με τους οποίους μοιραστήκαμε τον ίδιο Γολγοθά», όπως θυμάται, άλλοι συνέχισαν το ταξίδι τους προς την Ευρώπη και άλλοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους. Με κάποιους λίγους έγιναν φίλοι.
Η στιγμή που άλλαξε η ζωή του ήταν όταν άλλαξαν οι συνθήκες διαβίωσής του. Όταν από τη βρωμιά, τον συνωστισμό και το κρύο του camp στη Λέρο βρέθηκε στην Αθήνα, και το ξενοδοχείο που έτρεχε το SolidarityNow για την διαμονή προσφύγων. Λίγο αργότερα, ο Ραζάμπ μετακινήθηκε σε δικό του διαμέρισμα κοντά στην Πατησίων, στο πλαίσιο του προγράμματος στέγασης και φιλοξενίας που η ΜΚΟ υλοποιεί με την υποστήριξη της Ύπατης ΑρμοστείαςΎπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Και όταν μια γυμνάστρια, που διοργάνωνε διάφορες αθλητικές δραστηριότητες για τους πρόσφυγες, πρόσεξε πόσο αρέσει στον Ραζάμπ να αθλείται, ιδιαίτερα δε να σηκώνει βάρη, του μίλησε για τη δυνατότητα συμμετοχής σε παραολυμπιακές διοργανώσεις.
Η γυμνάστρια υποσχέθηκε να τον φέρει σε επαφή με έναν Σύρο αθλητή με αναπηρία, που βρισκόταν περισσότερα χρόνια στην Ελλάδα και είχε σχετική εμπειρία από προηγούμενες συμμετοχές του. «Αυτός θα στα εξηγήσει όλα», του είπε.
Ο Ραζάμπ δεν άργησε να ξεκινήσει προπονήσεις σε μπάσκετ, ποδηλασία και άρση βαρών, δραστηριότητες που όπως ο ίδιος λέει του έδωσαν τεράστια δύναμη και ώθηση για να συνεχίσει την ζωή του στην Ελλάδα. Μάλιστα, κάποιους μήνες από την έναρξη των προπονήσεων, με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από την Ύπατη Αρμοστεία, το SolidarityNow και ιδιώτες που θέλησαν να παραμείνουν ανώνυμοι, ο Ραζάμπ μπόρεσε και να αντικαταστήσει τα προσθετικά μέλη του, γιατί τον πονούσαν πολύ. Πλέον ο ίδιος αισθάνεται καλύτερα και όταν τα φορά, όπως την ημέρα της συνάντησής μας, τα βήματά του είναι αργά, αλλά σταθερά, γεμάτα σιγουριά.
Όταν ερωτάται για το πώς κυλάει η καθημερινότητά του, η απάντησή του είναι σαφής: αφιερώνει όλο τον χρόνο του στο να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν καλύτερα για τις μελλοντικές διοργανώσεις. «Η ζωή μου με το καλημέρα είναι προπόνηση», λέει. «Αυτό μόνο, τίποτε άλλο, όλη μέρα». Επιστρέφει από την προπόνηση στο σπίτι του στις 11 το βράδυ, ξεκουράζεται, και το επόμενο πρωί προπόνηση και πάλι απ’ την αρχή.
Έχοντας κάνει αίτηση ασύλου στην Ελλάδα, ο Ραζάμπ προβλέπεται να παραμείνει στη χώρα. Κι αυτό είναι κάτι που και ο ίδιος επιθυμεί: ούτε συνέχεια του ταξιδιού για κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ονειρεύεται, ούτε την επιστροφή του στο Ιράκ. «Ναι, και βέβαια θα μου άρεσε να μπορώ να επιστρέφω ως επισκέπτης όσο συχνότερα γίνεται», γελάει. «Αλλά νιώθω ωραία με την ζωή μου στην Ελλάδα».
«Άρα, είσαι χαρούμενος εδώ;», τον ρωτάμε. «Πολύ». Για τη διαβίωσή του λαμβάνει χρηματική υποστήριξη από την Ύπατη Αρμοστεία, μέσα από το πρόγραμμα Cash για τους πρόσφυγες που παραμένουν στην Ελλάδα, και παρακολουθεί μαθήματα ελληνικών και αγγλικών. Όσον αφορά τα ελληνικά του, δείχνουν ήδη να βρίσκονται σε καλό επίπεδο, όταν τον ακούμε να μιλάει για τις προπονήσεις του με την κοινωνική λειτουργό που βρίσκεται μαζί μας. Μας κάνει εντύπωση όταν λίγο πριν αποχαιρετιστούμε μας λέει μια φράση που, είτε πρόκειται για τουρίστες που βρίσκονται στην Ελλάδα, είτε για μετανάστες με αρκετά χρόνια παραμονής στη χώρα, σπάνια ακούς να λέει κάποιος που δεν έχει μεγαλώσει εδώ: «Να ’σαι καλά».
«Πέρα από δύο Σύρους, οι περισσότεροι συμπαίκτες μου στο μπάσκετ είναι Έλληνες», εξηγεί. «Μου έχουν φερθεί πολύ ωραία, και ο τρόπος με τον οποίο με αντιμετωπίζουν με κάνει να νιώθω πολύ άνετα με την ζωή μου εδώ». Οπότε, πώς φαντάζεται την ζωή του στο μέλλον, σε δύο, πέντε, ή ίσως δέκα χρόνια; Σε αυτή την ερώτηση ο Ραζάμπ δυσκολεύεται να απαντήσει.
«Ξέρω όμως τι θα κάνω σε πέντε μήνες, που θα έχω αρχίσει και πιο εντατικά τις προπονήσεις», αποκρίνεται. «Τότε, θα βρίσκομαι στα ουράνια».
Δείτε το άρθρο εδώ.