Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων. Κάθε λεπτό που περνά, τρεις άνθρωποι από τη Συρία εγκαταλείπουν τις εστίες τους για να σωθούν, ανεβάζοντας τον αριθμό των Σύριων προσφύγων στα 2,5 εκατομμύρια από την έναρξη του πολέμου


Αυτή είναι η ιστορία του Χ, πρόσφυγα από τη Συρία, με τα δικά του λόγια: 
«Ξεφεύγοντας από την καταστροφή και το ατέλειωτο λουτρό αίματος που έχει εξαπλωθεί σε όλη την Σύρια  γίναμε χαμένοι, ένας χαμένος λαός που ψάχνει μια ευρωπαϊκή χώρα να τον δεχτεί σαν άνθρωπο. Το αραβικό έθνος υποδέχτηκε τον πρόβλημα μας με βάναυσο και σκληρό τρόπο, έναν τρόπο μη αποδεκτό από τους ανθρώπους.
Είμαι σύριος πρόσφυγας, από τα προάστια του Δαμασκού, από το Ζαμπαντάνι , ξεκίνησα ψάχνοντας μια ευρωπαϊκή χώρα να μπορέσω να συνεχίσω τα όνειρά μου.
Και εδώ ξεκινάει η ιστορία μου με τους «εμπόρους του αίματος»  στην Τουρκία, την Ελλάδα και την Σερβία.
Από τη Συρία πήγα στην Τουρκία, εκεί άρχισα να ψάχνω έμπορο να με οδηγήσει στην Ελλάδα. Βρήκα έναν που είχε την φήμη του «καλύτερου» εμπόρου. Υποσχόταν ασφαλή δρόμο, βάρκα σε καλή κατάσταση, επιβάτες όσους χωράει η βάρκα. Δώσαμε τα λεφτά σε ένα γραφείο στην  Σμύρνη και αρχίσαμε την ετοιμασία για το ταξίδι.
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε, αισιόδοξοι, για το Μπόντρουμ και από εκεί μας μετέφεραν στο σημείο αναχώρησης. Μετά από αρκετές ώρες αναμονής βλέπουμε μια ομάδα ανθρώπων με τα πόδια να κουβαλούν μια βάρκα ψαρέματος που χωράει 2-3 άτομα. 20 άτομα ήμασταν σοκαρισμένοι ελπίζοντας ότι υπάρχει άλλη βάρκα.
Δεν μπορούσες να κουνήσεις τα πόδια σου επειδή ήσουν το κάθισμα ενός άλλου επιβάτη. Έτσι, ξεκίνησε η «βάρκα του θανάτου». Στη μέση της διαδρομής ανέβηκαν τα κύματα λόγω αέρα και η βάρκα μας έμεινε ακίνητη, δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε και η μονή μας αγωνία ήταν να μην αναποδογυρίσει. Μετά από μισή ώρα μάχης με τα κύματα ξεμείναμε από βενζίνη, χάσαμε τον έλεγχο, τα κύματα μας έσπρωχναν δεξιά και αριστερά με το νερό να προσπαθεί να μπει μέσα. Μιαμισή ώρα φοβισμένοι και αγχωμένοι μέσα στο σκοτάδι, ήταν ένας αργός θάνατος. Τα κύματα ανέβαιναν, η βάρκα γέμιζε νερό, σε λίγο θα βυθιζόμασταν και θα γινόμασταν τροφή για τα ψάρια. Ένα φορτηγό πλοίο με μεγάλα φώτα ερχόταν προς το μέρος μας, ήμασταν λίγα λεπτά μακριά από το θάνατο,  αρχίσαμε να φωνάζουμε για να ακουστούμε, χρησιμοποιήσαμε το φλας από τις κάμερες και ευτυχώς  μας πρόσεξε κάποιος πάνω στο πλοίο, ενημέρωσε το καπετάνιο να αλλάξει πορεία και ξαφνικά το «πλοίο του θανάτου» έγινε το «πλοίο της ζωής». Mας είδαν και έδωσαν σήμα στο νησί της Κω. Μετά από μισή ώρα ήμασταν στο σκάφος της ακτοφυλακής που μας μετέφερε στο νησί.
Φτάσαμε στο νησί και εκεί μείναμε για τρεις μέρες στα κέντρα κράτησης, αφεθήκαμε ελεύθεροι και πήγαμε στην Αθήνα για να συνεχίσουμε το παράνομο δρόμο μας.
Πέρασα, 8 μήνες στην Ελλάδα, μία από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής μου και κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες.
Όπως ξέρετε υπάρχουν τρεις  τρόποι για παράνομη έξοδο από την Ελλάδα, αεροπορικώς, οδικώς και μέσω θαλάσσης.
Μετά από 10 μήνες στην Ελλάδα προσπαθούσαμε με ένα φίλο μου να ταξιδέψουμε αεροπορικώς για τη Γερμανία αλλά οι περισσότεροι διακινητές δεν δέχονταν αν μας βοηθήσουν. Για να ταξιδέψεις παράνομα αεροπορικώς πρέπει να ξέρεις πολύ καλά Ελληνικά και να μοιάζεις με ευρωπαίος ή να έχεις πολύ καλή τύχη.
Ψάχναμε για ένα μήνα αλλά δεν ήμασταν τυχεροί και δεν μας βοήθησε το γεγονός ότι ήταν το τέλος της τουριστικής περιόδου, και έτσι αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε οδικώς.
Έτσι, κάναμε την πρώτη απόπειρα προς την Σερβία, ξεκινήσαμε από την Αθήνα προς την Θεσσαλονίκη για να συναντήσουμε τον διακινητή, φτάνουμε Θεσσαλονίκη, χτυπάει το κινητό μου, και ένας μου λέει « θα μείνετε ένα βράδυ στην Θεσσαλονίκη και αύριο θα σας πω τι πρέπει να κάνετε». Το ίδιο σενάριο επαναλαμβανόταν επί τέσσερις μέρες και όλο αυτό μας κόστιζε πολλά λεφτά λόγω της ακριβής διαμονής στα ξενοδοχεία. Μην έχοντας άλλα λεφτά αναγκαστήκαμε να αφήσουμε το ξενοδοχείο και γίναμε άστεγοι στα πάρκα και στους δρόμους με την θερμοκρασία να φτάνει τους 3-5 βαθμούς το βράδυ. Κατά τη διάρκεια της διαμονής μου στη Θεσσαλονίκη, επισκέφτηκα αρκετές φορές το Κέντρο Αλληλεγγύης, κυρίως για να με βοηθήσουν να βρώ μέρος να μείνω.
Μετά από τέσσερις ημέρες στα πάρκα ξεκινήσαμε για το Πολύκαστρο και από εκεί πήγαμε Ευζώνους, και την ίδια μέρα ξεκινήσαμε για τη Μακεδονία με τα πόδια. Μόλις έδυσε ο ήλιος είμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε.
Τεράστιος αριθμός ανθρώπων, οικογένειες, νέοι, γέροι, περίπου 200 άτομα συγκεντρωμένα ξεκινήσαμε με το ηλιοβασίλεμα περπατώντας για ώρες, μέχρι την ανατολή του Ήλιου. Είχαμε φτάσει σε ένα βουνό και παρόλη την βροχή, τον δύσκολο καιρό  και την κούραση ήμασταν πολύ χαρούμενοι. Η θερμοκρασία κατέβαινε όσο πλησίαζε το βράδυ. Ήταν δύσκολο βράδυ, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε λόγω του κρύου. Το πρωί ξεκινήσαμε ξανά περπατώντας για πέντε ώρες μέχρι που φτάσαμε σε ένα μικρό σπίτι με στάβλους και κοτέτσι και εκεί θα μέναμε μέχρι το επόμενο βήμα. Μας ζήτησαν το ένα τέταρτο  του ποσού, πληρώσαμε αναγκαστικά, μας είπαν να περιμένουμε τα αμάξια που θα έρθουν να μας πάρουν. Μετά από πέντε μέρες στην αναμονή με ελάχιστο φαγητό και νερό, χωρίς κανένα νέο από τους διακινητές αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Δρόμος  γεμάτος με κινδύνους. Στην προσπάθεια μας να φτάσουμε στην πόλη, μας σταματάει μια συμμορία και μας παίρνει τα πάντα (λεφτά, κινητά).
Έχοντας χάσει το υπηρεσιακό μου σημείωμα στο δρόμο, γυρίσαμε στην Ελλάδα άστεγοι στα πάρκα και εξαντλημένοι.
Ο καιρός χειροτέρευε, οι δρόμοι έκλεισαν μετά από τον θάνατο αρκετών προσφύγων και έτσι αρκετοί Σύριοι πρόσφυγες κατεβήκαμε στην Αθήνα για να διαμαρτυρηθούμε στο Σύνταγμα, ζητώντας ταξιδιωτικά έγραφα  για να ταξιδέψουμε νόμιμα σε άλλες χώρες τις Ευρώπης.
Μετά από αρκετές εβδομάδες, φτάσαμε σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση για νόμιμα ταξιδιωτικά έγραφα,  μετά από αίτηση ασύλου και σε μικρό χρονικό διάστημα.
Και εδώ αρχίζει το δίλημμα και η ερώτηση σε ποια ευρωπαϊκή χώρα θα μπορούμε να ζητήσουμε πάλι άσυλο. Κάποιοι από την διαμαρτυρία αποσύρθηκαν φοβισμένοι από το άσυλο. Εγώ ήμουν ένας από αυτούς που σιγουρεύτηκα ότι στην Γερμανία μπορώ να ξανά ζητήσω άσυλο, αλλά δυστυχώς τότε δεν μπόρεσα να γράψω το όνομα μου στην λίστα επειδή οι υπεύθυνοι τις διαμαρτυρίας εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να γράψουν τους φίλους και συγγενείς τους χωρίς αυτοί να είναι καν στην διαμαρτυρία.
Και για αυτό το λόγο μας έμεινε μόνο ένα τρόπος, να πάμε στην υπηρεσία ασύλου στην Κατέχακη για να ζητήσουμε άσυλο. Πηγαίναμε εκεί κάθε πρωί επί δυο μήνες αλλά ο υπάλληλος δεν μας διάλεγε. Έβγαινε ο υπάλληλος κάθε πρωί και φώναζε δέκα ονόματα από την λίστα και με τυχαία επιλογή διάλεγε άλλους δέκα εκτός λίστας και αυτό γινόταν κάθε πρωί επί δυο μήνες. Εγώ με τον φίλο μου φορούσαμε την ίδια ζακέτα με την ελπίδα να μας μάθει ο υπάλληλος και να μας διαλέξει, αλλά τίποτα.
Μην έχοντας άλλη υπομονή ούτε άλλη επιλογή  και με την άνοιξη να τελειώνει γυρίσαμε στην Θεσσαλονίκη και από εκεί με τα πόδια στη Μακεδονία, αλλά αυτήν την φορά με καλύτερες καιρικές συνθήκες.
Περπατήσαμε για πέντε μέρες και δόξα τω θεώ, φτάσαμε στο δεύτερο χωριό της Σερβίας. Από εκεί πήραμε το λεωφορείο και μετά περπατήσαμε πέντε ώρες, περάσαμε τα σύνορα τις Ουγγαρίας και φτάσαμε στην πόλη Szeged και από εκεί πήραμε ταξί μέχρι την πρωτεύουσα όπου ξεκουραστήκαμε για δυο ημέρες, και το τελευταίο βήμα ήταν με το τρένο μέχρι την Γερμανία.
Έτσι τελειώνει αυτό το δύσκολο ταξίδι, και εύχομαι σε άλλους Σύριους στην Ελλάδα να φτάσουν γρήγορα και εύκολα εκεί που επιθυμούν.
Ευχαριστώ»
Η μετάφραση από τα Αραβικά έγινε από τη Ρούλα Γανούμ, μεταφράστρια της PRAKSIS στο Κέντρο Αλληλεγγύης στη Θεσσαλονίκη