Πλήγμα για τον Νομικό Πολιτισμό μας η Έλλειψη Πρόσβασης των Ανθρώπων στη Διαδικασία Ασύλου


της Ειρήνης Βλάχου, δικηγόρου, επικεφαλής Νομικής Υπηρεσίας στο Κέντρο Αλληλεγγύης Αθήνας του SolidarityNow

Το σημαντικότερο θέμα που σκέφτεται κανείς όταν ασχολείται θεωρητικά ή πρακτικά με αυτό που έχει ονομαστεί προσφυγική κρίση στην Ελλάδα και συνολικότερα στην Ε.Ε. είναι η ένταξη των αναγνωρισμένων προσφύγων στην αγορά εργασίας και την ελληνική και ευρωπαϊκή κοινωνία γενικότερα – πολιτισμική, γλωσσική, αξιακή.

Η πρόκληση αυτή, που πλησιάζει για όλους μας, και που δεν αφορά μόνο στους αιτούντες άσυλο αλλά και γενικότερα στους πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα, είναι για πολλούς η σημαντικότερη πτυχή του θέματος. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πρόβλημα που δεν έχει ακόμα αρχίσει να απασχολεί, όσο θα έπρεπε, το κράτος και την κοινωνία των πολιτών, καθώς αυτή τη στιγμή καλούνται επιτακτικά ακόμα να διαχειριστούν ένα μεγάλο αριθμό, εξ ορισμού, ευάλωτων ανθρώπων με πολλαπλά και ιδιαίτερης σοβαρότητας αιτήματα, από την καθημερινή επιβίωση μέχρι τη διαδικασία αναγνώρισής τους ως προσφύγων στην Ελλάδα.

Στην πορεία αυτή, το πιο σημαντικό πρόβλημα για τους αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα είναι η έλλειψη ενημέρωσής τους για τα δικαιώματά τους στη χώρα, αλλά και για τις υποχρεώσεις τους, τις διαδικασίες, τις προθεσμίες κ.λπ. Ακόμα και άνθρωποι που βρίσκονται στην Ελλάδα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, και μπορεί να έχουν προκαταγραφεί, πλήρως καταγραφεί, κρατηθεί ή και περάσει τη συνέντευξη για να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες, πολύ συχνά κατανοούν για πρώτη φορά τί σημαίνει αίτηση διεθνούς προστασίας, λίγο πριν ή ακόμα και μετά τη συνέντευξή τους στον πρώτο βαθμό.

Σοβαρό πρόβλημα συνιστά η σχεδόν αδύνατη –τουλάχιστον στην Αττική–πρόσβαση των αιτούντων άσυλο στην Υπηρεσία Ασύλου, αν δεν είναι η ημέρα συνέντευξής τους ή η ημέρα ανανέωσης του Δελτίου Αιτούντος Άσυλο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία λήψης πληροφοριών ακόμα και για θέματα κεφαλαιώδους σημασίας, όπως είναι η έκδοση απόφασης επί του αιτήματός τους για διεθνή προστασία ή για άλλα, εξίσου σημαντικά θέματα, όπως π.χ. η εξέλιξη αιτημάτων οικογενειακής επανένωσης με τον Κανονισμό του Δουβλίνου.

Αυτή η παγιωμένη πλέον κατάσταση έχει οδηγήσει τους αιτούντες να ζητάνε τη βοήθεια δικηγόρων και συμβούλων, για να τους συνοδεύσουν απλώς στην Υπηρεσία Ασύλου ή να παρακαλάνε για ένα σημείωμα από δικηγόρο, απλώς για να τους αφήσουν να περάσουν στην είσοδο. Το θέμα της πρόσβασης στη διαδικασία  ασύλου δεν είναι μια απλή διοικητική παθογένεια. Συνδέεται με τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος διεθνούς προστασίας: με βάση αυτό κρίνονται νομικά χώρες ως ασφαλείς ή μη για αιτούντες άσυλο και με βάση αυτό «εκπαιδεύονται» οι αυριανοί πολίτες της χώρας στη ματαίωση και την αδυναμία ανάληψης υποχρεώσεων ή στην αίσθηση σεβασμού απέναντι στην έννομη τάξη της χώρας υποδοχής.

Το πιο σημαντικό όμως πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή ο προσφυγικός πληθυσμός στη χώρα –και μαζί του όλες οι κατηγορίες επαγγελματιών αλλά και εθελοντών στον τομέα του προσφυγικού– είναι η κατάσταση στα νησιά ως αποτέλεσμα της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας που το Μάρτιο του 2017 έκλεισε τον ένα χρόνο της προβληματικής εφαρμογής της. Με προεξάρχουσα περίπτωση αυτή της Λέσβου και της Μόριας, που έχει γίνει αντικείμενο εγχώριων και διεθνών ερευνών, αυτό που συμβαίνει εκεί, αλλά και σε άλλα νησιά, είναι άνθρωποι εγκλωβισμένοι επί μήνες σε άθλιες και επικίνδυνες ακόμα και για τη ζωή τους συνθήκες, αλλά το κυριότερο για τον νομικό μας πολιτισμό, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου. Οι αιτούντες άσυλο στα ελληνικά νησιά δεν έχουν τη δυνατότητα να μεταβούν στην ενδοχώρα για να εξεταστεί το αίτημα ασύλου τους παρά μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις ευαλωτότητας που κρίνονται επιτόπου. Κάποιοι αναμένουν απλώς την επιστροφή τους στην Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα, σύμφωνα με τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας, αρκετοί φεύγουν παράνομα προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες με διακινητές που ζητούν τεράστια χρηματικά ποσά με την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει εκεί που θα βρεθούν, ενώ κάποιοι απλώς αναχωρούν για την Αθήνα και γενικά την ενδοχώρα με την ίδια ελπίδα. Άλλοι πάλι, χωρίς ελπίδα, αυτοπυρπολούνται ή κατεβαίνουν σε απεργία πείνας, ως ύστατη προσπάθεια ν’ ακουστούν.

Πέρα από τον προφανή ανθρωπιστικό κίνδυνο και τον ήδη σε πολλές περιπτώσεις εκδηλωμένο κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και την κοινωνική ειρήνη, πέρα από τις ρατσιστικές επιθέσεις κατά προσφύγων που αυξάνονται, αυτό που απασχολεί ειδικά το νομικό κόσμο είναι η πρόσβαση των προσφύγων των νησιών στη διαδικασία ασύλου. Ειδικότερα, η ανησυχία αφορά στην εντελώς προβληματική επιβολή του γεωγραφικού περιορισμού που προσιδιάζει σε κράτηση, αντίθετη με τα μέχρι σήμερα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο, οι οποίοι περιορίζονται ή/και κρατούνται μόνο σε πολύ ειδικές περιστάσεις και υπό ειδικές συνθήκες, και τελικά ο χωρισμός του ίδιου του κράτους όσον αφορά την εξέταση του ασύλου σε ενδοχώρα και νησιά, ενώ η Υπηρεσία Ασύλου είναι ενιαία. Εξάλλου, είναι ευρεία η κράτηση των αιτούντων άσυλο στα νησιά μετά την πρώτη απορριπτική απόφαση επί του αιτήματός τους και μέχρι τη σε δεύτερο βαθμό κρίση του.

Καθώς ο χρόνος περνά, τα προβλήματα βαθαίνουν και οι εξελίξεις στην Τουρκία κάθε άλλο παρά δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό της ως ασφαλούς τρίτης χώρας, παρατηρούνται ευτυχώς θεσμικά αντανακλαστικά με κορυφαίο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που πρόσφατα έκανε δεκτή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων Ιρανού πρόσφυγα και απαγόρευσε έστω προσωρινά την απέλασή του στην Τουρκία. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρα σε μια συγκυρία όπου τα μηνύματα από την Ελλάδα και την Ευρώπη ήταν και είναι, η επιτάχυνση με κάθε μέσο της διαδικασίας ασύλου, με παράλληλες εκπτώσεις στα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο που φτάνουν μέχρι και τον περιορισμό της δυνατότητας προσβολής απορριπτικών αποφάσεων επί αιτήσεων ασύλου.

Όσοι πιστεύουν ότι η Δικαιοσύνη διδάσκει, έχουν κάτι να ελπίζουν: μία στροφή της ευρωπαϊκής και ελληνικής έννομης τάξης στις επιταγές του διεθνούς δικαίου για τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο.