Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα πρωινό, κατά τη διάρκεια μιας μετακίνησης με το βανάκι της ομάδας να ακούω στο ραδιόφωνο για την έκτακτη σύσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Αφορούσε μία νέα ασθένεια που φαινόταν να εξαπλώνεται γρήγορα και να προσβάλει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους. Τότε, με τον οδηγό μας και το διερμηνέα, συζητούσαμε το πόσο άσχημο ακουγόταν αυτό, αλλά και πόσο μακρινό ήταν παράλληλα. Τα πράγματα ήταν ακόμη κανονικά, οι καθημερινές εργασίες μας πολλές και η δουλειά με τους ανθρώπους περιοριζόταν στα συνήθη: ιατρικές συνοδείες, παραπομπές, συζητήσεις για το τώρα αλλά και την επόμενη μέρα.
Όταν στις 12 Μαρτίου ενημερωθήκαμε για την αναστολή λειτουργίας των σχολικών μονάδων, το πρώτο μέτρο αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονωϊού, βρεθήκαμε μπροστά, στην, ως τότε, μεγαλύτερη πρόκληση που έπρεπε να αντιμετωπίσει η ομάδα μας. Έπρεπε να δράσουμε ψύχραιμα και συντονισμένα. Ακολούθησαν ενημερώσεις, μακρές συζητήσεις, και ανάγκη για απαντήσεις που ούτε εμείς γνωρίζαμε.
Λίγες μόνο μέρες μετά, σταμάτησε η δια ζώσης λειτουργία της υπηρεσία μας στο πρόγραμμα στέγασης προσφύγων του SolidarityNow. Προσωπικά, αισθάνθηκα μεγάλη ανασφάλεια. Ως κοινωνική λειτουργός, το βασικό εργαλείο της δουλειάς μου ήταν οι εξατομικευμένες συναντήσεις με τους ανθρώπους που στηρίζουμε. Πάντα, τη μεγαλύτερη σημασία είχε η συζήτηση. Το να κάθεσαι απέναντι στον άνθρωπο που είχε κάτι να σου πει, να το ακούς με προσοχή, αλλά και να τον κοιτάζεις στα μάτια – ενίοτε, να του πιάνεις το χέρι, να του θυμίζεις πως είσαι εκεί. Πώς θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε την περίφημη «σχέση» με τους ωφελούμενούς μας; Τί θα έπρεπε να τους πούμε τώρα; Και, αν εμείς οι ίδιοι βιώναμε κάτι τόσο πρωτόγνωρο και τρομακτικό, πώς θα μπορούμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων;
Η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερο ψυχικό απόθεμα απ’ όσο φαντάζεται κανείς.
Τις επόμενες εβδομάδες κληθήκαμε να αλλάξουμε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο δουλειάς μας. Οι «συναντήσεις» γίνονται πια μέσω προγραμματισμένων τηλεφωνικών ραντεβού. Δεν λείπουν, βέβαια, τα επείγοντα περιστατικά – και, τώρα, η διαχείρισή τους χρειάζεται μεγαλύτερη ευελιξία, καθώς, με τον καιρό, τα περιοριστικά μέτρα έγιναν πιο αυστηρά. Και πώς να εξηγήσει κανείς σε έναν άνθρωπο που έχοντας επιβιώσει τον απόλυτο όλεθρο, ότι αυτή τη φορά η ασφάλειά του εξαρτάται από το μείνει σπίτι…
Περάσαμε πολλές ώρες σε τηλεφωνικές επικοινωνίες. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, κι έτσι έπρεπε να βεβαιωθούμε πως υπήρχαν οι κατάλληλες δικλείδες ασφαλείας – η πρόσβασή τους σε φάρμακα, ο επαναπρογραμματισμός των ιατρικών ραντεβού τους. Οι γιατροί του δημόσιου συστήματος υγείας ανταποκρίθηκαν με πρωτοφανή ετοιμότητα. Οι ωφελούμενοι επέδειξαν υπομονή και κατανόηση. Μία μικρή νίκη.
Λίγες μέρες μετά, σειρά είχαν τα παιδιά μας, δηλαδή τα παιδιά των ωφελούμενών μας. Υπήρχε μεγάλη ανησυχία από τους γονείς σχετικά με την εκπαίδευσή τους – θεμέλιο για την ένταξη στην ελληνική κοινωνία, η οποία διακόπηκε αιφνίδια. Άλλη μία μάχη, αυτή τη φορά με τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες και το γλωσσικό κενό, μιας και καμία από αυτές δεν παρέχεται σε γλώσσα που να κατανοούν οι ωφελούμενοι. Με βοηθούς κυρίως τους ίδιους του μαθητές, τα καταφέραμε.
Και, φυσικά, η ζωή δε σταμάτησε. Οι αγωνίες των ωφελούμενων παρέμειναν οι ίδιες. Οι ελπίδες τους έμειναν ίδιες. Μέσα σε αυτή την περίοδο, η μικρή Fatime δεν διέκοψε τις μεταγγίσεις αίματος. Ο Ali συνεχίζει τις συνεδρίες με την ψυχολόγο. Η οικογένεια της Zahra και του Karim κατάφερε να μετακομίσει στο δικό τους διαμέρισμα, ολοκληρώνοντας αισίως τον κύκλο τους στο πρόγραμμά μας. Αλλά και τα μικρά, οι καθημερινές τηλεφωνικές επικοινωνίες, για την αποστολή του σχετικού sms βεβαίωσης μετακίνησης, για την ανανέωση της κάρτας ασύλου, για το ηλεκτρικό ρεύμα που έπεσε, για ένα παιδί με πονόδοντο.
Τώρα βρισκόμαστε απέναντι στην προοπτική της επόμενης μέρας. Με βρίσκει κάπως μουδιασμένη αλλά και αποφασιστική. Μιας και καταφέραμε να κρατήσουμε τους δεσμούς την εποχή της κοινωνικής αποστασιοποίησης, μπορούμε να καταφέρουμε οτιδήποτε.
Είμαι η Εύη Παπαγιάννη και εργάζομαι ως κοινωνική λειτουργός στο SolidarityNow, στο πρόγραμμα Στέγασης προσφύγων και αιτούντων άσυλο, που υλοποιείται ως μέρος του ESTIA, με την υποστήριξη της Ύπατης Αρμοστείας τους ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και τη συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης