Άχμεντ Έσα, 30 χρονών, 2 μήνες στη Λέσβο
«Την αγαπώ και περιμένει να πάω κοντά της»
«Με λένε Άχμεντ Έσα και είμαι 30 χρονών. Είμαι πολιτικός μηχανικός. Στη Συρία έμαθα να μιλάω αγγλικά. Τους τελευταίους 2 μήνες βρίσκομαι στον Ελαιώνα. Έφτασα στην Ελλάδα από την Τουρκία με μία βάρκα γεμάτη ανθρώπους, δίνοντας 500 δολάρια σε ένα διακινητή.
Τα έχω δει όλα στη ζωή μου. Έχω χάσει δυο αδερφούς. Δεν ξέρω αν έχουν πεθάνει, αλλά ψάχνοντας στο ίντερνετ είδα γραμμένα τα ονόματά τους στις λίστες με τα θύματα του ISIS. Πριν από δύο χρόνια τα παιδιά του αδερφού μου, με ρωτούσαν πού είναι ο πατέρας τους. Μετά τις συλλήψεις συγγενών μου, τρομοκρατήθηκα –άρχισαν να κυνηγούν και μένα αφού μου πήραν όλα τα χαρτιά. Αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το σπίτι μου και να ψάξω αλλού καταφύγιο. Για περίπου 100 μέρες έζησα στα βουνά, κοιμόμουν κάτω από τα δένδρα. Είναι πολύ δύσκολο να ξέρεις ότι κάπου εκεί είναι το σπίτι σου και να μην μπορείς να πας. Όλα αυτά με έχουν επηρεάσει -δεν μπορώ να κοιμηθώ, να φάω, θυμάμαι τα πάντα ξανά και ξανά.
Η ζωή στη Μόρια είναι πάρα πολύ δύσκολη. Δεν έχουμε τίποτα εδώ. Δεν έχουμε ηλεκτρισμό, ζεστό νερό, το φαγητό είναι κακό, δεν μπορούμε να κάνουμε μπάνιο. Κάθε μέρα κάτι συμβαίνει. Μένω σε μια σκηνή με άλλα επτά άτομα που τα γνώρισα εδώ. Δε με πειράζει που μοιράζομαι τη σκηνή με άλλους, όσο το γεγονός ότι η σκηνή είναι καλοκαιρινή και τα βράδια δεν μπορώ να κοιμηθώ από το κρύο. Ζητήσαμε να μας δώσουν κάποιο θερμαινόμενο σώμα αλλά δε λάβαμε απάντηση. Τα ρούχα που φοράω τα πήρα όταν ήμουν στην Τουρκία.
Κάθε μέρα κάνουμε τα ίδια πράγματα. Η ίδια ρουτίνα. Ξυπνάμε στις 7:30 και πάμε να πάρουμε το πρωινό μας. Ύστερα, κοιμόμαστε πάλι. Το μεσημέρι στηνόμαστε στην ουρά για να πάρουμε φαγητό και πηγαίνουμε στο καφέ όπου εκεί θα χρησιμοποιήσουμε το ίντερνετ για να μιλήσουμε με τις οικογένειές μας. Στις 5:00 θα πάρουμε το βραδινό μας φαγητό και θα επιστρέψουμε στις σκηνές μας. Κάθε λεπτό που περνάει αισθανόμαστε λυπημένοι. Κάθε λεπτό θυμόμαστε τις οικογένειές μας, το Πανεπιστήμιο μας, το σπίτι μας, αλλά δεν μπορούμε να πάμε πίσω. Χάσαμε τα πάντα, αλλά ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον.
Οι γονείς μου και τα αδέρφια μου είναι στη Συρία. Μιλάμε καθημερινά. Ελπίζω όταν τελειώσει ο πόλεμος να επιστρέψω στη χώρα μου. Δε θέλαμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι, αλλά δεν είχαμε επιλογή.
Ελπίζω να πάω στην Ολλανδία ή στη Γερμανία. Στη Γερμανία ζει το κορίτσι μου, η Άσμα. Την αγαπώ και εκείνη με αγαπά και περιμένει να πάω κοντά της. Τη γνώρισα πριν δύο χρόνια στη Δαμασκό. Εκείνη πήγε στην Τουρκία, εγώ όμως τότε δεν είχα χρήματα να φύγω γιατί το ISIS είχε συλλάβει τα αδέλφια μου. Και όταν πια κατάφερα να φύγω, τα σύνορα είχαν κλείσει. Την αγαπώ πάρα πολύ. Είναι πολύ όμορφο κορίτσι. Δε μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου για εκείνη. Όταν μιλάω μαζί της είμαι χαρούμενος. Εδώ στη Μόρια, είναι το μόνο πράγμα που με κάνει χαρούμενο».