«Κάποιες δύσκολες καταστάσεις βγαίνουν σε καλό»
Συναντήσαμε την Ντομινίκα στο *Κέντρο Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης του SolidarityNow, λίγη ώρα μετά τη συνεδρία της με τη Βίκυ, την ψυχολόγο της. Η Ντομινίκα, 37 χρονών, κατάγεται από την Πολωνία και ζει στην Ελλάδα τα τελευταία 14 χρόνια. Έχει δυο μικρά παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ. Αυτή την περίοδο είναι άνεργη και προσπαθεί να βρει δουλειά. Αμφιβάλλει για τη δύναμή της, τις δυνατότητές της, για το αν είναι καλή μητέρα. Ξεχνάει πόσο γενναία είναι, ότι κατάφερε και ξέφυγε από δυο κακοποιητικές σχέσεις και τώρα στέκεται στα πόδια της, προσπαθώντας να μεγαλώσει μόνη τα παιδιά της.
Στην Ελλάδα ήρθε με τον πρώτο σύντροφό της. Ήταν και οι δυο αρκετά νέοι. Βρέθηκαν σε ένα χωριό όπου για κάποιο διάστημα εργάστηκαν κάνοντας αγροτικές δουλειές. Ήταν η εποχή του ενθουσιασμού και της ανεμελιάς. «Έμεινα έγκυος. Υπήρχαν πολλές δυσκολίες αλλά ήμουν χαρούμενη. Ήμασταν και οι δυο μικροί και κανείς δεν έβλεπε τη ζωή σοβαρά», μας λέει η Ντομινίκα. Τα πράγματα όμως άλλαξαν όταν εκείνος άρχισε να πίνει. «Αυτό με απομάκρυνε, δεν ήθελα να τον ακουμπάω και μαλώναμε» συνεχίζει. Τότε ήταν που εκείνη ξεκίνησε να δουλεύει σε μια καφετέρια, εκεί γνώρισε έναν άλλον άνδρα. Όταν το έμαθε ο σύντροφός της, ξεκίνησε να τη χτυπάει. «Η κατάσταση χειροτέρεψε. Ήθελα να φύγω. Η μητέρα μου δε με δέχτηκε και εγώ δεν ήξερα τί να κάνω. Γνώρισα έναν Έλληνα και έφυγα μαζί του, αλλά αυτός ήταν εξαρτημένος από ουσίες. Ήθελα να φύγω, αλλά έφυγα με τον λάθος τρόπο», μας εξομολογείται. Με το νέο της σύντροφο παντρεύτηκαν και απέκτησαν ένα παιδί, αλλά η βία συνεχίστηκε και σε αυτή τη σχέση.
«Δεν ήθελα να βρίσκομαι σε αυτή την κατάσταση, δεν ήθελα να πεθάνω», μας λέει η Ντομινίκα. Στράφηκε ξανά στη μητέρα της, αλλά για ακόμη μια φορά δεν πήρε καμία βοήθεια από εκείνη. Απευθύνθηκε σε δικηγόρο και μέσα σε λίγο διάστημα βρέθηκε μαζί με τα παιδιά της σε ξενώνα για κακοποιημένες γυναίκες. Μέσω του ξενώνα βρήκε μια εποχιακή δουλειά σε ένα ξενοδοχείο. Στο SolidarityNow αναζήτησε υποστήριξη από τη νομική και την κοινωνική υπηρεσία. «Όσο προσπαθούσα, τόσο με υποστήριζαν οι άλλοι. Χρειαζόμουν να με πάρουν από το χέρι, όλοι αυτό θέλουμε», μας αναφέρει με παράπονο.
Μας μιλάει για την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, για τους αστέγους και πόσο αυτό την τρομάζει. «Εμείς άραγε μπορούμε να ελπίζουμε για το καλύτερο;», αναρωτιέται. Αγχώνεται με το θέμα της εργασίας. Θέλει να βρει μια πρωινή μόνιμη δουλειά, γιατί δε θέλει να αφήνει τα παιδιά της τα βράδια μόνα τους. Ονειρεύεται να αποκτήσει ένα δικό της σπίτι, όπου κανείς δε θα μπορεί να τη διώξει. «Με έχουν αντιμετωπίσει σα σκουπίδι σε δουλειές», μας λέει και συμπληρώνει «ξέρω όμως ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι μετά το κακό έρχεται κάτι καλό». Όλες αυτές οι εμπειρίες την έχουν δυναμώσει. «Δυσκόλεψα τη ζωή μου γιατί δεν είχα το μυαλό να κάνω τα πράγματα αλλιώς. Τώρα δε θα δυσκόλευα τον εαυτό μου» αναφέρει. «Τα παιδιά μου έχουν καταλάβει τα πάντα. Με πονάει που τα είχα βάλει να περνάνε όλο αυτό μαζί μου. Μακάρι να τους βγει σε καλό. Κάποιες δύσκολες καταστάσεις βγαίνουν σε καλό» λέει καταλήγοντας.
* Το Κέντρο Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης λειτουργεί με τη χρηματοδοτική υποστήριξη του Open Society Foundations (OSF/OSIFE).